Tο περιοδικό μας με το παρόν τεύχος του συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής. Ο εμπνευστής και πρώτος εκδότης του το 1972, ένας διορατικός δημοσιογράφος με λόγιο και συνάμα επιχειρηματικό πνεύμα, με εξειδικευμένη γνώση στο μάρκετινγκ-μάνατζμεντ και με πάθος για τη μοντέρνα (τότε) γλώσσα των ερευνών αγοράς, διέγνωσε σωστά την ανάδυση της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας στη χώρα και τη μακροπρόθεσμα αναμορφωτική της δύναμη για το επιχειρείν, την οικονομία και την κουλτούρα της καθημερινότητας των ανθρώπων. Εστίασε, λοιπόν, το ενδιαφέρον του στην ενεργητική παρακολούθηση της πιο «ταπεινής» όψης της, της επιχειρηματικά «αόρατης» και διοικητικά απολύτως χειραγωγημένης από τους θεσμούς του αυταρχικού κράτους, αλλά της πιο οικείας και καθημερινής σε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους. Αυτής των FMCG και του μπακάλικου, που άρχιζε να μεταμορφώνεται σε κατάστημα αυτοεξυπηρέτησης πριν ακόμα καθιερωθεί ως σούπερ μάρκετ. Ακριβώς γι’ αυτό έδωσε στο περιοδικό του το όνομα του πρώτου συμπτώματος έλευσης του καταναλωτικού μοντερνισμού στα είδη πρώτης ανάγκης, του σελφ σέρβις, προκαλώντας κατά κάποιο τρόπο τα «σοβαρά» ήθη του οικονομικού Τύπου, αλλά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη, το σεβασμό και την αναγνώριση του κόσμου της παραγωγής και της διανομής των FMCG.

Αυτός ήταν ο Τάκης Μιχαηλίδης, ένας από τους κυριολεκτικά μοντέρνους ανθρώπους των κλαδικών εκδόσεων του προηγούμενου αιώνα και ταυτόχρονα ο εμψυχωτής και σύμβουλος της πρώτης γενιάς επιχειρηματιών των σούπερ μάρκετ. Έφυγε φέτος πλήρης ημερών στα τέλη του χειμώνα, έχοντας αφήσει το χρόνο να δουλέψει για την υστεροφημία του. Διότι, ενώ η ιστορία της εγχώριας οργανωμένης λιανικής των FMCG ακόμα δεν έχει γραφεί, όταν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, οι πρωτογενείς πηγές της –του προηγούμενου αιώνα– έχουν ήδη την υπογραφή του όχι ως απλού παρατηρητή των εξελίξεων του κλάδου, αλλά ως μετόχου στους προβληματισμούς όλων των εμπλεκόμενων, με άποψη και επιδραστικότητα λόγου.

Αποτιμώντας εκ των υστέρων το εγχείρημά του, λέω πως ναι, απαιτούσε μεγάλη διορατικότητα η ενασχόληση στα σοβαρά με την κατακερματισμένη τότε διανομή της ποδιάς, της σέσουλας και του βερεσέ. Ήταν τότε που οι έννοιες του μάνατζμεντ και του μάρκετινγκ ήταν υπόθεση όλο κι όλο ενός στενού κύκλου τεχνοκρατών της βιομηχανίας και λίγων ακαδημαϊκών. Από την άλλη πλευρά, το ρεύμα του καταναλωτισμού άνοιγε πολύ πιο δημοφιλή πεδία για ν’ ασχοληθεί κανείς με αξιώσεις επιτυχίας στον τύπο, το ραδιο-ακρόαμα και τη διαφήμιση, όπου ο Μιχαηλίδης ήδη είχε διαπρέψει. Όμως, επειδή αφενός έβλεπε την τάση που έμελλε να δημιουργήσουν στη λιανική οι ανάγκες των προμηθευτών για ευρεία μεν διείσδυση στη διανομή, αλλά με οικονομίες κλίμακος, και αφετέρου παρακολουθούσε στενά την πορεία διάρθρωσης της διανομής στη Δύση, προτίμησε να πρωτοτυπήσει σαν ο προπομπός των σχετικών αλλαγών στην εγχώρια λιανική και σαν κοινωνός τους στον κόσμο της, προετοιμάζοντάς τον με εκπαιδευτική-εκδοτική φροντίδα για απομάκρυνση από τον εμπειρισμό και για ανάληψη μεγαλύτερων ευθυνών.

Έχοντας παρακολουθήσει ως δημοσιογραφικό αντικείμενο περισσότερο από τρεις δεκαετίες τον άρδην μετασχηματισμό του κλάδου, αναρωτιέμαι κάπου-κάπου, αν είναι ποτέ δυνατόν να ‘χουν περάσει τόσες γενιές επιστημόνων από τα πανεπιστήμιά μας, και να μην έχει βρεθεί ένας ακαδημαϊκός να πρωτοτυπήσει, όπως ο αλησμόνητος Μιχαηλίδης το 1972, συγκροτώντας αυτός μια διεπιστημονική ομάδα για την καταγραφή της θηριώδους ιστορίας αυτού του κλάδου. Θηριώδους γιατί η παρακολούθησή της από τον γενικευμένο κατακερματισμό του κλάδου ως τη σημερινή ολιγοπωλιακή του δομή προσφέρει μια επιτελική θέση θέασης της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής μας ιστορίας. Διότι στο οπτικό της πεδίο διασταυρώνονται, συμπλέκονται και ανακλώνται στις κλαδικές εξελίξεις οι καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων, τα πρότυπά τους και τα εισοδήματά τους, οι χωριστές ιστορίες της βιομηχανίας και της διαφήμισης, η εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου για τη λειτουργία της αγοράς, το χρονικό των αλλαγών στις παραδοσιακές μορφές του εμπορίου και στη φυσική διανομή ως τα logistics κ.ά.

Πενήντα χρόνια ο τίτλος του περιοδικού μας εξακολουθεί να είναι προκλητικός, ξενίζοντας κάπως με την εμμονή στην ελληνική γραφή του. Είναι ισχυρό brand, θα πεις, δεν αλλάζει! Ναι, αλλά καθιερώθηκε, βλέπεις, ακόμα και το όνομά σου να το γράφεις αγγλιστί. Αλλιώς γίνεσαι «λιγότερος» μάνατζερ, δημοσιογράφος, αναλυτής κλπ. Αυτό αναπόφευκτα κάνει τον τίτλο μας, ας πούμε, μεταμοντέρνα σκωπτικό