Από την έναρξη της κρίσης στη δημόσια υγεία διαφάνηκε πως οι επιπτώσεις της σε ανθρώπινες ζωές και στην πραγματική οικονομία θα ήταν παγκοσμίως ιστορικών διαστάσεων. Μετά από ενάμιση χρόνο κρίσης, ενόσω η φειδώ των μεριμνών για την αποφυγή των ανθρώπινων απωλειών συνιστά πρόκληση εξαιτίας των σκοπιμοτήτων που υπηρετεί, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στα προβλήματα της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών, που προκλήθηκαν ή εντάθηκαν εξαιτίας της.

Από την έναρξη της κρίσης στη δημόσια υγεία διαφάνηκε πως οι επιπτώσεις της σε ανθρώπινες ζωές και στην πραγματική οικονομία θα ήταν παγκοσμίως ιστορικών διαστάσεων. Μετά από ενάμιση χρόνο κρίσης, ενόσω η φειδώ των μεριμνών για την αποφυγή των ανθρώπινων απωλειών συνιστά πρόκληση εξαιτίας των σκοπιμοτήτων που υπηρετεί, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στα προβλήματα της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών, που προκλήθηκαν ή εντάθηκαν εξαιτίας της.

Η πανδημία αναστάτωσε τη ροή της αναπαραγωγικής διαδικασίας των κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί σοβαρά η οικονομική και επιχειρηματική ζωή. Πολλοί κλάδοι επλήγησαν βίαια, ενώ επενδυτικές πρωτοβουλίες πάγωσαν, αναβλήθηκαν ή και ματαιώθηκαν. Η αναστολή μεγάλου μέρους της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας σε κρίσιμες παραγωγικές λειτουργίες προκάλεσε πολλά σύνθετα προβλήματα, όπως τη μείωση της παραγωγής σε μια σειρά κλάδους, τόσο τελικών καταναλωτικών προϊόντων όσο και βιομηχανικών προϊόντων, και την εμπλοκή της εφοδιαστικής αλυσίδας ειδικά στα διεθνή δίκτυα διανομής. Στην έναρξη του καλοκαιριού φέτος ο συνδυασμός της περιγραφόμενης κατάστασης στην παραγωγή και η διαφαινόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, άρα και της ζήτησης, θέτει τη βιομηχανία προ σοβαρών ελλείψεων σε πρώτες ύλες και σε προϊόντα τεχνολογίας, όπως χαλκού, χάλυβα, ημιαγωγών, επεξεργαστών, αλλά και αγροτικών προϊόντων (καλαμποκιού, βαμβακιού, ξυλείας κ.ά.).

Έως τερατώδεις οι ανατιμήσεις των πρώτων υλών
Σοβαρά προβλήματα, λόγω της έλλειψης χαλκού, αντιμετωπίζουν κλάδοι και επιχειρήσεις με προσδοκίες υψηλής κερδοφορίας, όπως της «πράσινης» οικονομίας, της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.ά., καθώς λ.χ. μια ανεμογεννήτρια ικανότητας παραγωγής ενός μεγαβάτ χρειάζεται περίπου τρείς τόνους χαλκού. Εξάλλου, επειδή το εν λόγω μέταλλο είναι αναγκαίο στις καλωδιώσεις των επεξεργαστών και ημιαγωγών (μικροτσίπ), η έλλειψή του έχει αρχίσει να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία της αυτοκινητοβιομηχανίας, των τηλεπικοινωνιών κι άλλων κλάδων, στους οποίους δραστηριοποιούνται μεγάλοι τεχνολογικοί όμιλοι. Ενδεικτικά η Honda Motors ανακοίνωσε ότι επιβραδύνει την παραγωγή της σε τρία εργοστάσια στην Ιαπωνία, η γερμανική BMW μείωσε τις βάρδιες παραγωγής στις μονάδες της στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Jaguar Land Rover Automotive, η Volvo Grup και η Mitsubishi Motors ανακοίνωσαν πως προχωρούν σε αναγκαστική μείωση παραγωγής. Μόνο φέτος η αυτοκινητοβιομηχανία ζημιώνεται περίπου κατά 61 δισ. δολάρια εξαιτίας της έλλειψης επεξεργαστών. Επίσης, η Apple ανακοίνωσε πως η μείωση παραγωγής θα της κοστίσει 4 δισ. δολάρια, ενώ δε μένουν στο απυρόβλητο εταιρείες όπως η Caterpillar, η Samsung και η LG, εταιρείες σιδηροδρομικών γραμμών κ.ά.

Η αδυναμία κάλυψης της ζήτησης χαλκού ανακλάται στην τεράστια αύξηση της τιμής του τους τελευταίους μήνες. Συγκεκριμένα στο λονδρέζικο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων από 10.440 δολάρια ανά τόνο (6.000 πριν ενάμιση χρόνο!) στις 7 Μαΐου έφτασε στα 10.500 δολάρια, ενώ εκτιμάται πως ως το 2025 θα φτάσει τα 20.000 δολάρια ανά τόνο! Ανάλογη έλλειψη παρατηρείται στα αποθέματα χάλυβα, εξαιτίας της ζήτησής του από την Κίνα, με αποτέλεσμα η τιμή του να υπερβαίνει τα 200 δολάρια ανά τόνο. Σύμφωνα με το CNN, άνοδος παρουσιάζεται στις τιμές και των αγροτικών προϊόντων. Το καλαμπόκι βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο τιμών του από το 2012, το ίδιο και η σόγια, ενώ άνοδο καταγράφουν οι πωλήσεις προθεσμιακών συμβολαίων τυριών, εξαιτίας της προσμονής για αυξημένη ζήτηση.

Η αύξηση της κατανάλωσης του χαρτιού υγείας υπό συνθήκες πανδημίας οδήγησε στην αύξηση της τιμής της ξυλείας και κατ’ επέκταση του χαρτοπολτού, που εκτινάχθηκε από τα 606 δολάρια ανά τόνο τον Σεπτέμβριο πέρυσι στα 907 δολάρια τον Απρίλιο φέτος. Τέτοια φαινόμενα προξενούν προβλήματα σε όλο το φάσμα της οικονομίας, δηλαδή σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που δεν σχετίζονται κατ’ ανάγκην άμεσα με τις εν λόγω ελλείψεις και ανατιμήσεις πρώτων υλών. Για παράδειγμα, η έλλειψη επεξεργαστών σύντομα θα ωθήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, των ηλεκτρονικών ειδών και των συσκευών οικιακής χρήσης.

Βεβαίως, η αυξανόμενη ζήτηση εξαιτίας της αναμενόμενης ανάκαμψης των οικονομιών θα μπορούσε να καλυφθεί, αν η προσφορά χαλκού δεν είχε ήδη μειωθεί κατά 21% το 2020 από τις παραγωγικές χώρες (Χιλή, ΗΠΑ, Περού) και δεν είχε μεσολαβήσει ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, που περιόρισε τη ζήτηση της Κίνας. Επιπλέον, ο σημαντικότερος παράγοντας της αδυναμίας ισορρόπησης της ζήτησης με την προσφορά στην αγορά των επεξεργαστών είναι η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους της παγκόσμιας παραγωγής τους σε τρεις μεγάλες βιομηχανίες, τις Intel, Samsung και TSMC, οι οποίες το 2020 συγκέντρωσαν τόσα έσοδα (72 δισ. δολάρια, 55,7 δισ. και 34,6 δισ. αντίστοιχα) όσα και οι υπόλοιπες δώδεκα επίσης μεγάλες εταιρείες του κλάδου.

Η «διακριτική» παρέμβαση του επιτελικού κράτους
Η έλλειψη πρώτων υλών, ημιαγωγών και επεξεργαστών και η ανισορροπία των αγορών έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην προσπάθεια αναβάθμισης της βιομηχανικής πολιτικής εκ μέρους των κρατών. Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Σ. Μαυρουδέα, το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα της «Νέας Μακροοικονομικής Συναίνεσης» (κυρίαρχο από τα τέλη του 20ου αιώνα) αναγνωρίζει πλέον την πιθανότητα εκδήλωσης βραχυχρόνιων ανισορροπιών στην οικονομία (εν προκειμένω λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων παραγωγικών συντελεστών) πλην με γνώμονα την παραδοχή της ύπαρξης αφενός ορθολογικών προσδοκιών εκ μέρους νοικοκυριών και επιχειρήσεων και αφετέρου μιας μακροχρόνιας τάσης εξισορρόπησης των αγορών.

Στο πλαίσιο αυτό, προτάσσει την παρέμβαση ενός επιτελικού κράτους, με κύρια εργαλεία του την εφαρμογή νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών και την υιοθέτηση μιας κάθετης και «διακριτικής» βιομηχανικής πολιτικής, εστιασμένης στην ανάπτυξη επιλεγμένων κλάδων της οικονομίας. Η στόχευση της κρατικής παρέμβασης είναι προφανής: Με την εφαρμογή διαφοροποιημένων κλαδικών ρυθμίσεων και πολιτικών, θέλει να αλλάζει κατά το δοκούν τη σχέση ισορροπίας μεταξύ των επιμέρους κλάδων της οικονομίας, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων στα νέα υποσχόμενα βιομηχανικά πεδία, προς αποφυγή των οικονομικών κρίσεων.

Είναι φανερό ότι η διττή κρίση (υγειονομική και οικονομική) εξάντλησε τις δυνατότητες χαλαρής νομισματικής πολιτικής, που ως γνωστόν έφτασε μέχρι την απελευθέρωση των δημόσιων δαπανών και ελλειμμάτων από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην ΕΕ. Πλέον εξαγγέλλονται εκτεταμένα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης των οικονομιών, στηριγμένα σε σχέδια ανάκαμψης επιλεγμένων βιομηχανικών κλάδων, όπως της «πράσινης» οικονομίας και της ψηφιακής μετάβασης. Ωστόσο, όπως εκτιμάται, η αποτυχία της «νέας ορθοδοξίας» στα οικονομικά είναι προ των πυλών, καθώς αδυνατεί να διαχειριστεί επαρκώς το πρόβλημα της ανεπαρκούς κερδοφορίας και της υπερσυσσώρευσης των κεφαλαίων. Απόδειξη περί αυτού αποτελεί, παραδειγματικά, η αδυναμία διασποράς νέων επενδύσεων στην παραγωγή επεξεργαστών σε περισσότερες και μικρότερες επιχειρήσεις.

Πράγματι, ενόσω οι τρεις μεγαλύτερες, η Intel, η Samsung και η TSMC, έχουν ήδη δαπανήσει τουλάχιστον από 20 δισ. δολάρια η καθεμιά σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό (μάλιστα η TSMC προγραμματίζει επενδύσεις ακόμα 28 δισ. δολαρίων φέτος), η βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ, που προσβλέπει στην εξασφάλιση επάρκειας επεξεργαστών, κινητοποιεί πρόσθετους επενδυτικούς πόρους 50 δισ. δολαρίων. Το κρίσιμο είναι ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα επισφαλείς, αφού εκτός του ότι απαιτούν πακτωλό χρήματος και πολύ χρόνο για να αποδώσουν, μπορεί μεσοπρόθεσμα να απαξιωθούν ως τεχνολογικά παρωχημένες. Η αντίφαση, λοιπόν, είναι ότι, ενώ η είσοδος νέων επιχειρήσεων και η αναδιανομή μεριδίων στην εν λόγω κλαδική αγορά είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία, οι τρείς κολοσσιαίες επιχειρήσεις της είναι και οι μόνες με δυνατότητα κερδοφόρων επενδύσεων…

Εν κατακλείδι, τα νέα προβλήματα στη βιομηχανική παραγωγή, η έλλειψη παραγωγικών συντελεστών και οι αναπόδραστες επιπτώσεις τους μέλλει να δοκιμάσουν ακόμη μια φορά την αντοχή της κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης να εγγυηθεί κοινωνικά ανεκτές διεξόδους, αποτυπωμένες σε πρακτικές λύσεις. Το βέβαιο είναι ότι οι αλχημείες προς κάλυψην των αποτυχιών του οικονομικού συστήματος, αποτυχιών εξαιτίας της θεωρητικά προβληματικής θεμελίωσής του στην παραγνώριση της κοινωνικής διάστασης της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής, θα επιταχύνουν τον εκτροχιασμό του. Χωρίς ριζικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική, οι ρωγμές στα μεγαλόπνοα οικονομικά σχέδια και οι σφοδρές οικονομικές κρίσεις είναι αναπόφευκτες.