«Ωρολογιακή βόμβα» περίπου 1 δισ. ευρώ στα ταμεία των σούπερ μάρκετ είναι έτοιμο να βάλει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προωθώντας προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο θα ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία κοινοτική Οδηγία, που ορίζει ως ανώτατο χρόνο καθυστέρησης των πληρωμών των αλυσίδων προς τις μεν επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα τις 30 ημέρες (για προμήθεια νωπών τροφίμων), προς τις δε μεταποιητικές τις 60 ημέρες (για προμήθειες τυποποιημένων-επεξεργασμένων τροφίμων, στα οποία τα αγροτικά προϊόντα περιέχονται ως πρώτη ύλη σε υψηλό ποσοστό).

O νόμος θα αφορά, βέβαια, και τις παραγωγικές επιχειρήσεις που προμηθεύονται τις πρώτες ύλες τους από τον αγροτικό τομέα, όπως και τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ ως ιδιοκτήτες προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο νέος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Σπήλιος Λιβανός, «κληρονόμησε» από τον προκάτοχό του, κ. Μάκη Βορίδη, μια ολοκληρωμένη νομοθετική πρόταση για το εν λόγω θέμα, η οποία μάλιστα θα είχε προωθηθεί προς ψήφιση στη Βουλή τον Ιανουάριο, αν δεν είχε προηγηθεί ο τελευταίος κυβερνητικός ανασχηματισμός.

Τα στελέχη του κλάδου, τουλάχιστον μέχρι την επεξεργασία της ύλης του παρόντος τεύχους, δεν είχαν ανοίξει «παράθυρο» επικοινωνίας με τον νέο υπουργό, προκειμένου να συζητήσουν το θέμα και να του επισημάνουν μια σειρά από ζητήματα, τα οποία θα προκύψουν για τα σούπερ μάρκετ, αφότου το νέο νομικό πλαίσιο τεθεί σε ισχύ.

Τα κρίσιμα σημεία
Για την οργανωμένη λιανική τα ζητούμενα είναι συγκεκριμένα και έχουν να κάνουν, πρώτον, με το χρόνο που θα δοθεί στην αγορά ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, καθότι, όπως μας επισημάνθηκε, όσο μικρότερο θα είναι το μεταβατικό διάστημα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση ρευστότητας που θα ασκηθεί στον κλάδο. Δεύτερον, αφορούν τα όρια που θα τεθούν ανά κατηγορία τυποποιημένων-επεξεργασμένων τρόφιμων ως προς τα ποσοστά συμμετοχής σε αυτά των αγροτικών προϊόντων ως πρώτων υλών τους, ώστε το εκάστοτε τελικό προϊόν να χαρακτηριστεί «αγροτικό» και να ενταχθεί στο νέο πλαίσιο. Για την αγορά το κρίσιμο στην υπόθεση αυτή, όπως τονίζεται από στελέχη της, είναι ο νομοθέτης να μην υπερβάλει, αλλά να ακολουθήσει το πνεύμα της Οδηγίας. Και τρίτον, σχετίζονται με το κριτήριο που θα επιλέξει ο νομοθέτης, προκειμένου να ορίσει την αφετηρία εφαρμογής του νόμου.

Οι επιλογές που έχει είναι δύο: Να επιλέξει μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της εκάστοτε σύμβασης προμήθειας και της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του νόμου. Στην πρώτη περίπτωση στο νέο πλαίσιο θα ενταχθούν όσες συμβάσεις υπογραφούν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου, ενώ στη δεύτερη ο νόμος μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, πιθανότατα από 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, οπότε θα περιλάβει και τις ισχύουσες συμβάσεις από την έναρξη του 2021.

Οι λιανέμποροι ήδη πιέζουν τους προμηθευτές να κλείσουν φέτος το ταχύτερο δυνατό τις μεταξύ τους συμφωνίες, ώστε στο βαθμό που δεν ισχύσει αναδρομικώς η εφαρμογή του νόμου, οι προθεσμίες των 30 και των 60 ημερών στις πληρωμές τους να τεθούν πρακτικά σε ισχύ από το 2022.

Τρία σενάρια για τις ανάγκες ρευστότητας
Όμως, τι θα σημάνει για τις εταιρείες του κλάδου το «κούρεμα» των χρόνων πίστωσης για προμήθειες προϊόντων, που θα περιληφθούν στον υπό ψήφιση νόμο;

Ασφαλείς εκτιμήσεις δεν υπάρχουν, αφού κανείς σήμερα δεν γνωρίζει τι σχεδιάζει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σχετικά με τα ποσοστά συμμετοχής των αγροτικών προϊόντων ως πρώτων υλών των εκάστοτε τυποποιημένων-επεξεργασμένων τροφίμων, ώστε να εμπίπτουν στο νόμο. Ωστόσο, έγινε μια σειρά «ασκήσεων», προκειμένου τα στελέχη του κλάδου να σταθμίσουν το μέγεθος του προβλήματος. Βάσει των σχετικών υπολογισμών, συμπεραίνουν πως στην καλύτερη περίπτωση η οργανωμένη λιανική θα χρειαστεί μια ένεση ρευστότητας περίπου 600 εκατ. ευρώ, ενώ στη χειρότερη οι ανάγκες της για ρευστότητα θα φθάσουν σε επίπεδο που ενδεχομένως θα ξεπεράσει το ένα δισ. ευρώ! Το επικρατέστερο σενάριο είναι οι συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες τους να είναι κάπου στη μέση, δηλαδή στα 800 εκατ. ευρώ.

Όλα αυτά, προκειμένου σε μια εταιρική χρήση να συμπιεστούν οι χρόνοι πληρωμών για τα μεν φρέσκα αγροτικά προϊόντα στις 30 ημέρες έναντι 60 έως 90 σήμερα και στις 60 ημέρες για τα τυποποιημένα-επεξεργασμένα τρόφιμα έναντι 90 έως 140 που κυμαίνονται σήμερα.

Σε τι χρονικό πλαίσιο διαμορφώνονται οι καθυστερήσεις πληρωμών ανά αλυσίδα, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους –κυρίως από τα κίνητρα πληρωμών που χορηγούν ή δεν χορηγούν οι προμηθευτές στους πελάτες τους-αλυσίδες λιανικής και χονδρικής. Είθισται, όπως λέγεται, τέτοια κίνητρα να χορηγούν κυρίως οι πολυεθνικές, μέσω των οποίων περιορίζουν σημαντικά τις καθυστερήσεις πληρωμών. Ωστόσο, ο χρόνος που θα πρέπει να «διανύσει» το λιανεμπόριο, προκειμένου να προσαρμόσει τις πληρωμές του στις 30 ή τις 60 ημέρες, σε κάθε περίπτωση θα αποδειχθεί σημαντικός και θα κοστίσει ακριβά.

Προσφυγή στις τράπεζες
Σε ποιες πηγές χρηματοδότησης θα απευθυνθούν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ για να εξασφαλίσουν την αναγκαία ρευστότητα, ώστε να προσαρμοστούν στα νέα συναλλακτικά ήθη; Φυσικά, η κύρια πηγή άντλησης κεφαλαίων είναι οι τράπεζες.

Βέβαια, οι αλυσίδες θα επιδιώξουν πρώτα να διαπραγματευθούν με τους προμηθευτές τους μήπως και καταφέρουν να βελτιώσουν τις μεταξύ τους συναλλακτικές σχέσεις. Εν συνεχεία θα απευθυνθούν στο τραπεζικό σύστημα, ώστε να καλύψουν τα ταμιακά τους ελλείμματα, όποια κι αν είναι αυτά.
Στελέχη των αλυσίδων τονίζουν ότι οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες για υψηλότερο δανεισμό θα απαιτήσουν χρόνο, τον οποίο οφείλει να προβλέψει ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας στην αγορά του κλάδου ένα εύλογο διάστημα προσαρμογής της στα νέα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο έξτρα δανεισμός των αλυσίδων σημαίνει και αυξημένα κόστη διαχείρισης των πληρωμών, πράγμα που σχετίζεται με τα επιτόκια δανεισμού που θα συμφωνήσουν με τις τράπεζες.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, το τραπεζικό κόστος δανεισμού διαμορφώνεται μεταξύ 2% και 3% συν το Euribor (διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού –σήμερα είναι μηδενικό και δεν επιβαρύνει τα επιτόκια χορηγήσεων). Κάθε αλυσίδα προφανώς θα δανειστεί με διαφορετικό επιτόκιο, ενώ είναι βέβαιο πως οι ισχυροί του κλάδου θα εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες δανειοδότησης, άρα ακόμη ένα πλεονέκτημα έναντι των μικρότερων ανταγωνιστών τους.

Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι για το τραπεζικό σύστημα οι πελάτες της οργανωμένης λιανικής είναι «καλοί πελάτες», λόγω της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν. Υπό αυτή την έννοια, οι αλυσίδες εύκολα θα εξασφαλίσουν επιπλέον δανεισμό.
Ωστόσο, διατυπώνεται και μια άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία, επειδή οι τράπεζες επιδιώκουν τη διασπορά του κινδύνου από τη χορήγηση δανείων, η αύξηση μεμιάς των δανειακών τους χορηγήσεων περίπου κατά ένα δισ. ευρώ στις εταιρείες του κλάδου και δη σε οριζόντια βάση είναι φυσικό να τις προβληματίσει –ιδιαίτερα μετά τα όσα έχουν προηγηθεί με τις πτωχεύσεις των άλλοτε κραταιών επιχειρήσεων Ατλάντικ, Αφοί Βερόπουλοι και Μαρινόπουλος…