«Η αγορά του κλάδου ζει φέτος μια χρονιά αισθητής ανόδου των πωλήσεων. Ζητούμενο πλέον είναι το ακριβές ποσοστό της αύξησής τους, που απ’ ό,τι φαίνεται, πιθανώς θα διαμορφωθεί σε μέσο επίπεδο 6%-7%. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι αλυσίδες θα καρπωθούν με τον ίδιο τρόπο τα πρόσκαιρα οφέλη, που τους έφερε η κρίση στη δημόσια υγεία». Αυτό εκτιμούν, μεταξύ άλλων, αναλυτές και στελέχη της αγοράς, που μίλησαν στο «σελφ σέρβις» λίγο πριν το τέλος της περιπετειώδους φετινής τουριστικής σεζόν, κατά τη διάρκεια της οποίας η πτώση της εμπορικής κίνησης φρέναρε μερικώς τις έντονα ανοδικές επιδόσεις των αλυσίδων ως τις αρχές του καλοκαιριού.

Οι περιορισμοί αυτό το καλοκαίρι στις μετακινήσεις των τουριστών από το εξωτερικό προς την Ελλάδα, όπως και τα έκτακτα απαγορευτικά μέτρα που υποχρεώθηκε να λάβει η κυβέρνηση σε αρκετές περιπτώσεις τουριστικών περιοχών, είχαν ως αποτέλεσμα να λήξει άδοξα η σεζόν, δηλαδή κάτω από το επίπεδο των ούτως ή άλλως ακρωτηριασμένων προσδοκιών. Έτσι, το ήδη βαρύ κλίμα στην αγορά επιδεινώθηκε, καθώς τα εκτιμόμενα έσοδα από τον τουρισμό φέτος αντί των περίπου 5 δισ. ευρώ, όπως αναμενόταν αρχικά, θα είναι πολύ χαμηλότερα. Πλέον όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι ο τζίρος της τουριστικής αγοράς δεν θα ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, όταν πέρυσι είχε υπερβεί τα 18 δισ. ευρώ. Ένα μέρος, λοιπόν, των χαμένων 15 δισ. ευρώ αντιστοιχεί ασφαλώς σε απώλειες εσόδων και των αλυσίδων του κλάδου. Ωστόσο αυτές «πρόλαβαν» στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους να «ρεφάρουν» προκαταβολικά, αυξάνοντας εκτάκτως τα έσοδά τους λόγω του lockdown, δηλαδή προσελκύοντας κομμάτια του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, που υπό κανονικές συνθήκες θα ξοδεύονταν σε προϊόντα και υπηρεσίες άλλων κλάδων της οικονομίας, οι οποίοι επλήγησαν δραματικά.

Τι δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις
Ας δούμε τι δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις της Nielsen σχετικά με την εξέλιξη των πωλήσεων στην κλαδική αγορά από τις αρχές του έτους ως τα μέσα Αυγούστου.

Έως τις 16 Αυγούστου, λοιπόν, συνολικά οι πωλήσεις των αλυσίδων του κλάδου εξελίχτηκαν ανοδικά κατά 9,7% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα (κατά την IRI οι πωλήσεις των FGMG έως τις 26 Ιουλίου εμφάνισαν αντίστοιχα άνοδο 11%).

Από τον Ιούνιο ο ρυθμός ανάπτυξης των πωλήσεων έχει σαφώς μειωθεί. Από 10%-11% ανά εβδομάδα την περίοδο της έξαρσής τους περιορίσθηκε στο 2%-3%, ενώ καταγράφηκαν και εβδομάδες με αρνητικές επιδόσεις έως -2,7%.

Από την ως τώρα εικόνα του κλάδου φαίνεται ότι μέχρι το τέλος του έτους η θετική τάση στις πωλήσεις δεν πρόκειται να ανατραπεί. Το 2020 θα κλείσει ανοδικά, αφού, για να αντιστραφεί το πρόσημο των ετήσιων πωλήσεων, θα έπρεπε στο διάστημα που ακολουθεί ως το τέλος του έτους, να καταρρεύσει η αγορά ή, αλλιώς, να καταγράφονται σταθερά αρνητικές οι επιδόσεις της κατά 15%. Αλλά ήδη οι πωλήσεις τον Σεπτέμβριο αναμένονται θετικές, λόγω της επανόδου των νοικοκυριών από τη θερινή ραστώνη. Έτσι, ως το κλείσιμο του έτους οι πωλήσεις του κλάδου θα εξελίσσονται ανά εβδομάδα άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά, με πρόσημα κυμαινόμενα από 3% έως -3% –μετά τον Σεπτέμβριο αναμένονται κυρίως αρνητικές οι ενδείξεις.

Στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, λένε οι αναλυτές και συμφωνούν πολλά ανώτατα στελέχη του κλάδου, συνολικά οι κλαδικές πωλήσεις στο δωδεκάμηνο θα εμφανίσουν άνοδο της τάξης του 6%-7% συγκριτικά με το 2019. Βέβαια, όπως επισημαίνουν, ασφαλείς προβλέψεις για την οριστική έκβαση του ετήσιου τζίρου δεν μπορεί να υπάρξουν, λόγω των απρόβλεπτων εξελίξεων στο μέτωπο της πανδημίας, αλλά και της αδυναμίας να εκτιμηθεί το βάθος της ύφεσης στην οικονομία φέτος, η οποία επί του παρόντος υπολογίζεται μεταξύ -8% και -10%. Όπως επισημαίνεται, στο αμέσως επόμενο διάστημα θα φανούν οι πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία από την απώλεια του τουριστικού τζίρου, δηλαδή θα φανεί ως μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Επίσης, στο εξής θα φανεί και ο βαθμός απόδοσης των κυβερνητικών μέτρων για τη στήριξη της αγοράς.

Το σίγουρο είναι ότι η αγορά του κλάδου, τουλάχιστον φέτος, βγαίνει ενισχυμένη από τη διπλή κρίση, στη δημόσια υγεία και την οικονομία. Άλλο τόσο είναι σίγουρο ότι τα οφέλη δεν πρόκειται να κατανεμηθούν ισομερώς στις αλυσίδες του κλάδου. Στοιχεία όπως η γεωγραφική διάρθρωση του κάθε δικτύου, ο διαφορετικός βαθμός πιστότητας των πελατών τους, ο τρόπος με τον οποίο κάθε αλυσίδα ανταποκρίθηκε στη ζήτηση των ηλεκτρονικών πωλήσεων κ.ά. είναι βέβαιο ότι οδηγούν σε διαφοροποίηση επιδόσεων. Οι εταιρείες του κλάδου θα «κάνουν ταμείο» στα τέλη του έτους. Επακριβώς θα μάθουμε τι σήμανε το 2020 για κάθε μια χωριστά μετά από ένα χρόνο, όταν θα δημοσιευθούν οι ετήσιοι ισολογισμοί τους.

Με υψηλότερες επιδόσεις τα μεγαλύτερα καταστήματα
Με τι ρυθμό εξελίσσονται οι πωλήσεις του κλάδου ανά τύπο καταστήματος; Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Nielsen, οι υψηλότερες επιδόσεις εντοπίζονται στα υπέρ μάρκετ (καταστήματα έκτασης άνω των 2.500τμ), τα οποία βάσει και των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων (12 Ιουλίου) κατέγραψαν αύξηση εσόδων 20,8% έναντι του 2019 –φυσικά το δίκτυο της ΕΥΣ κέρδισε τη μερίδα του λέοντος από την ανάπτυξή τους, λόγω του διευρυμένου δικτύου της σε αυτού του είδους τα καταστήματα. Τα μεγάλα σούπερ μάρκετ (έκτασης 1.000τμ έως 2.500τμ) σημείωσαν ανάπτυξη 10,9%, τα μεσαίου τύπου σούπερ μάρκετ (έκτασης 400τμ έως 1.000τμ) πέτυχαν ρυθμό ανάπτυξης 7,2% και τα καταστήματα έκτασης έως 400τμ εμφάνισαν αντίστοιχο ρυθμό 6,4%. Σημειώνεται ότι έως τις 12 Ιουλίου η αγορά κατέγραψε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 10,1%. Αναλυτές της Nielsen τονίζουν ότι από τη στιγμή που αγορά εξελίσσεται από τις αρχές του έτους με εντυπωσιακά υψηλό ρυθμό, όλοι οι τύποι καταστημάτων δεν μπορεί παρά να κινούνται θετικά.

Χαμένες και κερδισμένες περιοχές
Ωστόσο, αν κανείς αξιολογήσει τις αποδόσεις της οργανωμένης λιανικής ανά γεωγραφική περιοχή, οι διαφοροποιήσεις είναι πολλές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, οι πωλήσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης εξελίχθηκαν ανοδικά κατά 14,1%, στη Μακεδονία και Θράκη κατά 10,8%, στην Κεντρική Ελλάδα κατά 10,7% και στην Αττική κατά 10,2%. Όμως, άλλες περιοχές της χώρας δεν είχαν ανάλογη τύχη. Για παράδειγμα οι πωλήσεις στην Κρήτη στις αρχές του καλοκαιριού κατέγραφαν αρνητικό πρόσημο 3,9%. Εκπρόσωποι αλυσίδων σούπερ μάρκετ επισημαίνουν πως η νησιωτική Ελλάδα δοκιμάζεται σκληρά από την κατάρρευση της τουριστικής αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα γνωστής αλυσίδας, της οποίας το δίκτυο μοιράζεται μεταξύ ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.

Όπως δήλωσε στέλεχός της στο «σελφ σέρβις», σε ορισμένα νησιωτικά καταστήματά της οι πωλήσεις φέτος είναι μειωμένες έως 40%. Σε κάποιες περιπτώσεις μαγαζιών, μάλιστα, η πτώση έφτασε το 70%! Τα περισσότερα σχετικά προβλήματα εντοπίζονται σε νησιά όπως η Νάξος, η Μύκονος, η Σκιάθος, η Ζάκυνθος, η Πάρος, ο Πόρος και ασφαλώς σε όλα τα νησιά που ίσχυσαν οι αυστηροί περιορισμοί στη λειτουργία της αγοράς –τα λεγόμενα mini lockdowns. Ανάλογη εικόνα εμφάνισαν και πολλά από τα καταστήματα της Χαλκιδικής, όπου η κυβέρνηση εφάρμοσε αυστηρές απαγορεύσεις στο άνοιγμα και τον τρόπο λειτουργίας της μαζικής εστίασης.

Προϊόντα-πρωταθλητές της ανάπτυξης
Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που αποτυπώνουν την εξέλιξη των πωλήσεων ανά προϊοντική κατηγορία. Σύμφωνα με τη Nielsen, έως τα μέσα του Αυγούστου (16/8) για το ύψος των επιδόσεών τους ξεχώρισαν δύο κατηγορίες, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους. Πρώτη είναι η ομάδα των καθαριστικών προϊόντων για το σπίτι. Σε αυτήν καταγράφηκε αύξηση πωλήσεων 18,7% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2019, δηλαδή σχεδόν η διπλάσια του μέσου ρυθμού ανόδου της αγοράς. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανάγκη για σχολαστική απολύμανση και γενικότερα η καθαριότητα όλων των χώρων ως μέτρο προστασίας από τον επικίνδυνο ιό εκτίναξε τη ζήτηση πολλών προϊόντων της εν λόγω κατηγορίας. Δεύτερη σε επίδοση πωλήσεων προϊοντική ομάδα είναι τα είδη bazaar, που εμφάνισαν ρυθμό ανάπτυξης 16,6%, κυρίως λόγω του ότι στην φάση του γενικού lockdown ο κόσμος είχε τη δυνατότητα προμήθειας των σχετικών ειδών μόνο μέσω των σούπερ μάρκετ. Στην αύξηση της ζήτησης των προϊόντων της κατηγορίας συνέβαλλαν ασφαλώς τα υπέρ μάρκετ, τα οποία διαθέτουν διευρυμένη ποικιλία σε αυτά.

Τα τρόφιμα και τα ποτά ως κατηγορία βρέθηκαν κοντά στο μέσο ρυθμό ανάπτυξης των κλαδικών πωλήσεων, καταγράφοντας έως τις 16 Αυγούστου ρυθμό ανόδου 8,9% έναντι του αντίστοιχου περυσινού διαστήματος. Βάσει των στοιχείων της Nielsen, από την αρχή του έτους δεν υπάρχει καμία κατηγορία προϊόντος, στην οποία να διαπιστώθηκε πτωτική τάση τζίρου. Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης στο οκτάμηνο και το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου δεν εξαίρεσαν καμία κατηγορία προϊόντων.

Πάντως, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, το γεγονός ότι ο κλάδος βάσει όλων των ενδείξεων θα φτάσει ως το τέλος της χρήσης με υψηλό δείκτη ανόδου των πωλήσεων, ενόσω η οικονομία θα μπαίνει όλο και βαθύτερα στην ύφεση, θα σημάνει μεγάλες απώλειες σε άλλους κλάδους λιανικών πωλήσεων, που δεν διαθέτουν είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και υπηρεσιών, όπως η μαζική εστίαση. Η αγορά της τελευταίας, όπως και του θεάματος, όσο προχωρά το φθινόπωρο και αρχίζουν τα κρύα, θα ερημώνει από κόσμο για λόγους προστασίας από την πανδημία. Μάλιστα, στο βαθμό που η πολιτική των mini lockdowns εφαρμοστεί σε περισσότερες περιοχές, σταδιακά οι κλαδικές πωλήσεις θα τονώνονται, ενσωματώνοντας κομμάτια τζίρου των «παγωμένων» αγορών χάριν της βελτίωσης των όρων της υποχρεωτικής παραμονής στο σπίτι.

Ισορρόπησαν τα cash & carry
Σε ό,τι αφορά την αγορά των cash & carry, η γενικότερη εικόνα της παρουσίασε βελτίωση. Ωστόσο κάθε δίκτυο κινήθηκε διαφορετικά. Οι επιδόσεις καθενός, θετικές ή αρνητικές, σχετίζονται με τον στρατηγικό προσανατολισμό του. Στο πλαίσιο αυτό, εμπορικές μονάδες στραμμένες στην αγορά του Ho.Re.Ca. εμφάνισαν σημαντικές απώλειες, καθότι επιβαρύνθηκαν την άνευ προηγουμένου καθίζηση της τουριστικής αγοράς. Αντίθετα, όσες δουλεύουν κυρίως με τη μικρή λιανική, διέσωσαν την παρτίδα. Στο μεταξύ, συνολικά η οργανωμένη χονδρική, όπως επισημαίνεται, κέρδισε μια ακόμη νίκη έναντι των παραδοσιακών χονδρεμπόρων κι αυτό για δύο λόγους: Ο αυξημένος κίνδυνος των επισφαλειών δεν επέτρεψε στους παραδοσιακούς «παίκτες» ν’ αυξάνουν τις πιστώσεις στο επαγγελματικό πελατολόγιό τους. Η απαίτησή τους για πληρωμές τοις μετρητοίς, έδιωξε ένα μέρος του κοινού τους. Επίσης, οι επαγγελματίες του Ho.Re.Ca., δίνοντας υπό τους νέους όρους μεγαλύτερη σημασία στο κόστος κτήσης των αγαθών, στράφηκαν περισσότερο από άλλοτε στα οργανωμένα δίκτυα πωλήσεων χονδρικής, τα οποία φρόντισαν να γίνονται ελκυστικότερα από τους «παραδοσιακούς» ανταγωνιστές τους.