Στο δημόσιο διάλογο οι επιχειρηματικοί εκπρόσωποι του κλάδου επισημαίνουν ότι το ποσοστό της συγκέντρωσής του στην Ελλάδα παραμένει μικρό συγκριτικά με το αντίστοιχο άλλων χωρών της Ευρώπης, γύρω στο 55% έναντι 70%-90%, μολονότι το μερίδιο τζίρου των τεσσάρων πρωταγωνιστικών αλυσίδων της εγχώριας οργανωμένης λιανικής και χονδρικής (μεταξύ αυτών, της Lidl) αντιστοιχεί πλέον σε ποσοστό άνω του 75% της αγοράς τους! Τούτο, λοιπόν, το από πρώτη ανάγνωση μαθηματικό παράδοξο στην ανάλυση της λογικής του παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.

ιότι, εξηγώντας τη βασιμότητα και, ταυτόχρονα, το θεμιτό σκοπούμενο των στρατηγικών επέκτασης του τζίρου τους, οι μάνατζερ των πρωταγωνιστικών αλυσίδων ξεκαθαρίζουν ότι αυτό το 55% αναλογεί στην «ευρεία κλαδική αγορά», που περιλαμβάνει από το σούπερ μάρκετ μέχρι το περίπτερο ή και το φαστφουντάδικο (ο ετήσιος τζίρος της υπολογίζεται χοντρικά γύρω στα 19-21 δισ. ευρώ), σε αντιδιαστολή προς τη στενή έννοια του κλάδου, που αναφέρεται αποκλειστικά στα εταιρικά δίκτυα καταστημάτων λιανικής και χονδρικής (ο ετήσιος τζίρος τους είναι κοντά στα 11 δισ.).

Με άλλα λόγια εννοούν ότι, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί Ευρωπαίοι, οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι είναι περίπου νομοτελές η οργανωμένη μορφή του κλάδου να «συγκεντρώσει» σε ανοιχτή προοπτική χρόνου κεφάλαια και δομές, που αντιστοιχούν σε περίπου 5-7 δισ. ευρώ δυνητικού τζίρου, τα οποία σήμερα τα νέμονται δεκάδες χιλιάδες μικροεπιχειρηματίες και επαγγελματίες της γειτονιάς (αρτοποιοί, υπαίθριες λαϊκές, μανάβηδες, κρεοπώλες, περιπτεράδες κ.ά.).

Ταυτόχρονα, να αποδεχτούμε ως εύλογο για τους τελευταίους ένα ζωτικό χώρο τζίρου όχι μεγαλύτερο των 2-3 δισ. ευρώ, έτσι για λόγους …αναλογικότητας του (εν δυνάμει) ημέτερου βαθμού συγκεντροποίησης προς τον (υφιστάμενο) αντίστοιχο γερμανικό ή αγγλικό… Με μια τέτοια θεώρηση το ποσοστό συγκέντρωσης του εγχώριου κλάδου στη διασταλτική του έννοια είναι όντως χαμηλό, ενόσω έτσι το 75% του ολιγοπωλιακού μεριδίου των τεσσάρων μεγαλύτερων λιανεμπόρων (του κλάδου στη στενή του έννοια) δια μαγείας πέφτει στο 41%-42%. Με τόσο χαμηλό ποσοστό συγκέντρωσης, ισχυρίζονται, αν μη τι άλλο ενθαρρύνεται, όπως φάνηκε στο εύρος της μνημονιακής περιόδου, η μεγάλη κινητικότητα των επιχειρήσεων στον κλάδο, εφόσον οι πέντε φίρμες αλυσίδων της πρώτης δεκάδας του ανταγωνισμού μετά το 2010 είναι φρέσκιες στην ηγεμονία! Άρα ο ανταγωνισμός λειτουργεί σωστά!

Όσα δε φτάνει η αλεπού…
Σε άλλες ευκαιρίες επισημάναμε ως μεθοδολογικά έωλη την επίκληση της αυθεντίας των γενικών «μέσων όρων» («ευρωπαϊκών» στη συζήτηση για τη συγκέντρωση της αγοράς) και με κανονιστικό περιεχόμενο, για το πώς πρέπει να συλλαμβάνουμε τα πράγματα. Κάθε ανάλυση που αγνοεί την ιστορικότητα και τις ιδιομορφίες της όποιας κοινωνικοοικονομικής δομής, καταφεύγοντας στις υψηλότερες δυνατές αφαιρέσεις (όπως οι «μέσοι όροι») και σε αξιολογικές αυθαιρεσίες (φερ’ ειπείν της αγγλοσαξονικής δομής του λιανεμπορίου ως προτύπου), προκειμένου να την κατανοήσει βάσει αυτών, αξίζει το πολύ για τον επικοινωνιακό εντυπωσιασμό των αδαών. Συνεπώς δεν θα επιμείνουμε, γνωρίζοντας μάλιστα ότι οι μάνατζερ που κάνουν τεχνηέντως χρήση τέτοιων αναλύσεων στο δημόσιο λόγο, απαιτούν από τους επιτελείς τους όχι γενικότητες και αφοριστικές ιδέες, αλλά τον πραγματισμό των διεισδυτικών αναλύσεων σε όλο και πιο ειδικά πεδία…

Αλλά σε τι χρονικό ορίζοντα και με ποιους όρους εκτιμάται πως θα ολοκληρωθεί ο τοιουτοτρόπως εκλαμβανόμενος …εξευρωπαϊσμός του κλάδου; Η συζήτηση εδώ περιπλέκεται, αν ληφθεί υπόψιν ότι στα σαρανταπέντε χρόνια μεστής ζωής της οργανωμένης μορφής του, οι «κεφαλές» της μόλις τώρα –στα τέλη της μνημονιακής δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας κόρωσε το ντελίριο των πτωχεύσεων και της βίαιης αναδιάρθρωσης δομών και κεφαλαίων– αισθάνονται την επιβλητική μοναξιά του ολιγοπωλίου κάπως να τις εκθέτει, οπότε μετέρχονται όλο και περισσότερο τη διασταλτική ερμηνεία του όρου «κλάδος». Αυτή, παρεμπιπτόντως, τυγχάνει επίμονης μνείας από τους μεγάλους της αγοράς απ’ όταν η οικονομική κρίση άρχισε να τους αφαιρεί τζίρο, δημιουργώντας ταυτόχρονα «ευκαιρίες» αναπλήρωσής του από κλυδωνιζόμενες συγγενείς και όμορες αγορές. Αλλά τέτοιες «ευκαιρίες» περιορίστηκαν μόνο στη συγκομιδή πεσμένων φρούτων. Διότι ως γνωστόν τα φρούτα στο κλαδί χρειάζονται επενδυτικό κόπο όχι απλώς να τρυγηθούν, αλλά να ξαναγίνουν κιόλας. Και για όποιον δεν διατίθεται ή δεν είναι αρκετός επενδυτικά και επιχειρηματικά να μπει σε άλλο περιβόλι, όσα χαριστίκια κι αν παζαρέψει, ισχύει το «όσα δε φτάνει η αλεπού, τα λέει …συντεχνίες».

Η πικρή αλήθεια
Η αλήθεια είναι πως στη δεκαετία της κρίσης η κινητικότητα στον κλάδο (με τη στενή του έννοια) είναι γέννημα της βίαιης έκπτωσης του άλλοτε κυρίαρχου προτύπου επιχειρηματικής ανάπτυξης, μέσω της πιστωτικής επέκτασης και των διαχειριστικών ηθών της, το οποίο ώθησε τις τάσεις συγκέντρωσης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης δημόσιου χρέους. Από το 2010 ο «στενός» κλάδος γνωρίζει κατά βάση αρνητική κινητικότητα και αποτελμάτωση! Ενώ προηγουμένως οι συνθήκες σχετικής ευημερίας προσέλκυσαν ανταγωνιστές εξ εσπερίας και αύξησαν την εγχώρια επιχειρηματική κινητικότητα σε όλα της τα πεδία, η εφαρμογή των προγραμμάτων «εσωτερικής υποτίμησης» έδιωξε τους περισσότερους από τους πρώτους και εξώθησε τον ανταγωνισμό των αλυσίδων που παρέμειναν στην αγορά, σ’ ένα τρελό κυνηγητό ευκαιριών ιδιοποίησης επιχειρηματικών ρακών και σπάταλης επέκτασης των δικτύων διανομής, που δεν σταματά να πληρώνει –ποιος άλλος;– ο καταναλωτής.

Αυτό είναι, άλλωστε, που τον κάνει να διαφέρει λ.χ. από το Γάλλο καταναλωτή. Ενώ τούτος πράγματι αδιαφορεί, αν το κατάστημα που ψωνίζει έχει ν’ ανακαινιστεί τριάντα χρόνια, φτάνει να μην πληρώνει πολλά για το καλάθι του, ο εγχώριος καταναλωτής την τελευταία δεκαετία μπαινοβγαίνει σε διπλοτριπλο-ανακαινισμένα μαγαζιά, λόγω της επαναλαμβανόμενης αλλαγής ιδιοκτητών, καθώς και σε νεόδμητα του κουτιού, που ξεφυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια. Και παρότι είναι φανερό πως το ακρωτηριασμένο βαλάντιό του και το νέο καταναλωτικό πρότυπο δεν δικαιολογούν τον κατασκευαστικό οίστρο των αλυσίδων, τίποτα δεν τις σταματά! Στεναχωρούνται, βέβαια, οι διοικήσεις τους, που τον «εκπαίδευσαν στο κυνήγι των προσφορών», καθώς έτσι πλήττονται οι αξίες τους, αλλά τούτο, λένε, είναι μάλλον αναπότρεπτο, αλλά «σίγουρα ωφελεί τον πελάτη!». Εναπόκειται, λοιπόν, στη δεινότητα καθεμιάς να τον κερδίσει, μέσω της «εμπειρίας αγοράς» που του προσφέρει, κι όλες μαζί τού την προσφέρουν σε συσκευασία άγχους: Αναλόγως του βαθμού της ένδειάς του, τελειοποιείται ο «επαγγελματισμός»(!) του στην αναζήτηση των προσφορών καθεμιάς και βελτιώνεται η αντοχή του, θέλοντας ή μη, στο τρεχαλητό από μαγαζί σε μαγαζί, για να γεμίσει το καλάθι του.

Την ίδια στιγμή οι μάνατζερ δηλώνουν τη λύπη τους, για το ό,τι άλλος τρόπος μείωσης των τιμών πέραν του promotion δεν είναι εφικτός και, ταυτόχρονα, τη χαρά τους, διότι η νομοθετική φοροελάφρυνσή τους και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για το προσωπικό τους ανοίγει, ίσως, μια χαραμάδα στο ανέφικτο. Έκτακτα! Ένα μέρος των πόρων της κοινωνικής ασφάλισης και της αναπαραγωγής των ποικίλων δημόσιων αγαθών αφιερώνεται, λοιπόν, μεσολαβημένο από τις χρείες και τις βουλήσεις προμηθευτών και αλυσίδων, όχι πια στον πολίτη ως δικαιούχο, αλλά στον «καταναλωτή» ως κυνηγό προσιτών τιμών, …εάν και εφόσον υπηρετείται έτσι ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός. Διότι, μπορεί να μην έχει σύνταξη αύριο ο άλλος να ζήσει, έτσι που ρημάζει ο ΕΦΚΑ, αλλά άμα βρει δέκα λεπτά φτηνότερο από το συνηθισμένο το κοφτό μακαρονάκι, θα το αγοράσει ο κόσμος να χαλάσει!

Το πάρε-δώσε μεγάλων-μικρών
Αν εξαιρεθούν οι καινοτομίες των δύο πολυεθνικών εταίρων της χορείας των «κεφαλών» (κυρίως του discount μονοπωλίου της Lidl), καμία σοβαρή επενδυτική καινοτομία των εταιρικών δικτύων –πέραν της digital περιαυτολογίας– δεν αξίωσε μέρισμα από τα δυνητικά 5-7 δισ. ευρώ της κλαδικής αγοράς (υπό τη διασταλτική της έννοια). Αντίθετα, η αγορά των μικρών, παρά την εκατόμβη των θυμάτων της από την κρίση, επιβιώνει –έστω καλειδοσκοπικά– και δη ως πελάτης των «κεφαλών» του κλάδου, πουλώντας σε ποικίλο βαθμό τα ίδια προϊόντα μ’ εκείνες, δηλαδή μεταξύ των κάθε λογής ειδικών προϊόντων στα ράφια της. Η εποχή που το σούπερ μάρκετ επένδυε επεκτατικά στην απόσπαση αντικειμένων της εξειδικευμένης λιανικής, της αναβάθμισης και της ένταξής τους στο δικό του μοντέρνο περιβάλλον, έχει δώσει πια τη θέση της στην εποχή του εξ ανάγκης «πολυτεχνητισμού» των μικρών –που ανακυκλώνουν τα απομεινάρια του κύρους τους ως πάλαι ποτέ «μεσαίας τάξης»– και της αυτάρκειας των μεγάλων να τους ικανοποιούν ορισμένως το «μεράκι της διαφοροποίησης» σε τιμές χονδρικής.

Ακόμα και το δώρο της πλήρους απελευθέρωσης του ωραρίου από την τρόικα, δηλαδή το εργαλείο που προσφέρει τον τζίρο του μικρού επαγγελματία στο πιάτο των μεγάλων ανταγωνιστών του, απεδείχθη άδωρο για τους τελευταίους. Δεν το πήραν και με το δίκιο τους, αφού όσο χρήμα κι αν τραβούσαν από το στρίμωγμα των μικρών, θα το πλήρωναν ως αύξηση λειτουργικού κόστους. Αρκέστηκαν, λοιπόν, στο κέρδος χονδρικής από τα ψώνια αυτών των άμεσης κι έμμεσης συγγένειας εμπορικού αντικειμένου οιονεί μισθωτών της μικροεπιχειρηματικότητας, που ζουν πια όχι για το κέρδος αλλά για το μεροκάματο, πράγμα που εξηγεί, άλλωστε, την ανθεκτικότητά τους.

Πανδημία, αυταπάτες κι εχθροπάθειες
Κι ήρθε η υγειονομική κρίση, για να δείξει ότι ως εξωοικονομικός καταναγκασμός μπορεί να λύσει τα μάγια αυτής της ανθεκτικότητας, σαρώνοντάς την υπεράνω ηθικής και θεσμικών φραγμών. Κι αν έστω τούτο συμβεί, δεδομένης και της ακολουθούμενης πιστοληπτικής απαξίωσης του 60% των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα (ενόσω, μάλιστα, τούτο έχει ενθυλακώσει 37 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ για την άμεση ενίσχυση της ρευστότητάς τους ως θυμάτων της πανδημίας), ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Η αγορά όλου του λιανικού εμπορίου, που έχει φάει τις σάρκες της μετρώντας μνημόνια, το ξέρει. Η γνώση περισσεύει, το μόνο που αλλάζει είναι απλώς οι αυταπάτες καθενός… Κάποιοι, ωστόσο, άλλου κλάδου μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής, συζητούν δημοσίως με εχθροπάθεια στα όρια του γκροτέσκο, πώς θα γίνει «να μη στηριχθούν οι πονηράκηδες κι οι πτωχευμένοι», εννοώντας ακριβώς τους μικρότερους ανταγωνιστές τους, που κατάφεραν μεν να επιβιώσουν όπως-όπως σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, αλλά τώρα κινδυνεύουν άμεσα με αφανισμό! Η αδημονία για περισσότερο τζίρο από το λιγοστό διαθέσιμο χρόνια τώρα, ιδίως σε κλάδους χαμηλότερου συντελεστή συγκεντροποίησης κεφαλαίου απ’ ό,τι στον «κλάδο» (με τη στενή και τη διεσταλμένη του έννοια), πειράζει στα νεύρα, κουρελιάζοντας την κοσμιότητα των προσχημάτων.

Business as usual και ρύθμιση
Ο πραγματιστής επιχειρηματίας, βλέποντας τώρα τα κερδοσκοπικά κεφάλαια να έχουν αφειδώς ανοιχτά τα πουγκιά τους στη χαμηλότοκη πριμοδότηση του παγκόσμιου δημόσιου δανεισμού και χρέους και γνωρίζοντας ότι τούτο από τα 43 τρισ. δολάρια προ δεκαετίας υπερβαίνει ήδη τα 73 τρισ., έχει λόγους να τον ζώνουν τα φίδια. Διότι το συστημικό business as usual στη μετά-Covid-19 εποχή προμηνύει νέα κρίση δημόσιου χρέους (το ελληνικό φτάνει κιόλας το 200%), εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, κατάρρευση της ζήτησης κι αγιάτρευτη κοινωνική δυστυχία, επιταχυνόμενη αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων μέσω νέας συγκεντροποίησης κεφαλαίων κοκ. Κύριος οίδε τίνος το όνομα από τους τωρινούς ισχυρούς της ημέρας θα βραβεύεται σαν case study ευποιίας στο τέλος της ερχόμενης δεκαετίας…

Από μια άλλη σκοπιά, οι τεχνολογικές καινοτομίες στη μείωση του κόστους, ψηφιακές και ρομποτικές, μοιάζει να «καίγονται», καθώς πριν καν εισαχθούν στις διαδικασίες μιας κρίσιμης μάζας επιχειρήσεων εμφανίζονται καινούργιες. Αυτό συμβαίνει, επειδή είναι μεν επείγον να μετασχηματίσουν το κυρίαρχο υψηλού κόστους «παραδοσιακό» πρότυπο λιανικής, αλλά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται αρκετά πρώιμο (κυρίως στην περίπτωση του σούπερ μάρκετ), καθώς οι «παραδοσιακές» δομές όχι μόνο δεν έχουν αποσβεστεί, αλλά εξακολουθούν να ανανεώνονται, ενόσω ο καταναλωτής είναι αρκετά φτωχός για να πληρώνει, ταυτόχρονα, και για την εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών.

Οι τελευταίες, όμως, την «επόμενη ημέρα» θα πυρπολήσουν αρκούντως τις κυρίαρχες «παραδοσιακές» δομές ως «πλεονάζον κεφάλαιο». Διότι το business as usual θα απαιτεί τεράστιες οικονομίες κλίμακος και πάμφθηνες δομές κόστους. Επίσης, ως οικονομία της πλατφόρμας η νέα κατάσταση, μέλλει να αναδιατάξει ριζικά και τις παραδοσιακές ειδικότητες (ή κλάδους) της λιανικής… Για όλα αυτά ποιος είναι έτοιμος;

Η άλλη όψη των πραγμάτων θα ήταν αυτή μιας τολμηρής υπερεθνικής θεσμικής ρύθμισης του παιγνίου. Ειδάλλως το σύστημα θα βρεθεί σε μόνιμη κρίση, ακόμα κι αν πρόκειται στο όνομα της «εξυγίανσής» του, να παραδοθεί η παγκόσμια αγορά σε μια χούφτα εταιρειών ανά κλάδο. Ίσως να την ψυχανεμίζονται κιόλας μια τέτοια ρύθμιση οι διηπειρωτικής κλίμακας μεγαλολιανέμποροι, οπότε θα περιμένουμε κάποια χρονάκια –ποιος ξέρει πόσα;–, για να δούμε τις κινήσεις τους, βάσει ενός υποτιθέμενου νέου πλαισίου…