Η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα τους πρώτους μήνες του 2019 χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη, αν και με βραδύτερο ρυθμό, πιστωτική συρρίκνωση. Οι τράπεζες δυσκολεύονται ή δεν επιθυμούν, κυρίως λόγω των «κόκκινων δανείων» (80,2 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018), ν’ αυξήσουν τη διάθεση αρκετού ρευστού χρήματος, προκειμένου να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους.

Mια προσεκτική θεώρηση των εξελίξεων μεταξύ 2002 και 2018 στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων αναδεικνύει τις διαχρονικές τάσεις στα σύνολα αφενός των καταθέσεων και αφετέρου των ιδιωτικών και δημόσιων δανειακών χορηγήσεων στο- και από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Σε έρευνα διακεκριμένων Ελλήνων οικονομολόγων τον Δεκέμβριο του 2018 καταγράφηκαν τα εμπειρικά δεδομένα της εν λόγω περιόδου.

Συγκεκριμένα, στην επεκτατική φάση της ελληνικής οικονομίας μεταξύ 2002 και 2008 το άθροισμα των ιδιωτικών και δημόσιων τραπεζικών χορηγήσεων ήταν σχεδόν ίσο με το αντίστοιχο άθροισμα των συνολικά καταγεγραμμένων τραπεζικών καταθέσεων στη χώρα. Όμως, η συρρίκνωση της αγροτικής προστιθέμενης αξίας και τα φαινόμενα αποβιομηχάνισης της εγχώριας μεταποίησης, με δεδομένη τη σχέση καταθέσεων και χορηγήσεων, ώθησαν σε ελλειμματικό εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο (μεγάλη ζήτηση για εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά) και σε αρνητικές επιδόσεις στο αντίστοιχο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Αυτό προκάλεσε ανταγωνισμό στη χρήση των διαθέσιμων πλεονασμάτων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αλλά και ανισορροπίες σε όλους τους τομείς της οικονομίας που διαμεσολαβούνταν από την τραπεζική συμβολή.

Από το 2008 και μετά οι τραπεζικές επιδόσεις άρχισαν να αποκλίνουν, αφού οι τραπεζικές καταθέσεις άρχισαν να καταρρέουν. Η απόσυρση των καταθέσεων έγινε σε τρείς φάσεις: Μεταξύ Οκτωβρίου του 2008 και Μαΐου του 2011 η πρώτη, τον Ιούλιο του 2011 με το PSI η δεύτερη και τον Σεπτέμβριο του 2014 η τρίτη. Ακολούθως, άρχισαν να υποχωρούν και οι ιδιωτικές και δημόσιες δανειοδοτήσεις από τις εμπορικές τράπεζες. Επιπλέον, σχετικά με την κατεύθυνση των δανείων παρατηρήθηκε πως, ενώ το 2001 τα επιχειρηματικά/εταιρικά δάνεια ήταν υπερδιπλάσιου ύψους των αντίστοιχων προς τους ιδιώτες (νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα), από την έκρηξη της κρίσης το 2009 ως και το 2018 τα επιχειρηματικά δάνεια ήταν ψηλότερα μόλις κατά 10% των υπολοίπων κατηγοριών, πράγμα που αποτυπώνει την παραγωγική συρρίκνωση της οικονομίας (-27% του ΑΕΠ) αυτή την περίοδο.

Η χρηματοδότηση σήμερα
Η επαναφορά στην ανάπτυξη εκ προοιμίου προϋποθέτει την αποκατάσταση της κανονικότητας στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα από τα πιστωτικά ιδρύματα, πράγμα το οποίο, φυσικά, παραμένει ζητούμενο. Η πιστωτική συρρίκνωση στην Ελλάδα συνεχίστηκε τον Φεβρουάριο του 2019. Οι συνολικές χορηγήσεις προς τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, τον Φεβρουάριο φέτος η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας (Φεβ. ‘19, 197.880 εκατ. ευρώ) μειώθηκε κατά 1,2% ύστερα από πτώση 1,4% τον Ιανουάριο. Η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 692 εκατ. ευρώ έναντι επίσης αρνητικής ροής 1.530 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Στο πλαίσιο αυτό, η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης ήταν αρνητική κατά 1.150 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής ροής 825 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε -4,9% από -3,4% τον Ιανουάριο. Αντίστοιχα, η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών και ατομικών επιχειρήσεων, ιδιωτών και ιδιωτών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων) ήταν θετική κατά 458 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής καθαρής ροής 705 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης διαμορφώθηκε σε -0,6% από -1,1% τον Ιανουάριο.

Αναλυτικότερα, η μηνιαία καθαρή ροή στις επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 603 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής ροής 408 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε 1% από 0,2% τον προηγούμενο μήνα. Αντίστοιχα, η καθαρή μηνιαία ροή προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 2 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής κατά 39 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Ο ετήσιος ρυθμός διαμορφώθηκε σε -1,6% από -1,9% και προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρώματα ήταν αρνητική κατά 147 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής καθαρής ροής 258 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής παρέμεινε αμετάβλητος στο -2,2%.

Από την άλλη πλευρά, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των καταθέσεων (Φεβ. ‘19, 150.126 εκατ. ευρώ) διαμορφώθηκε σε 7,2% τον Φεβρουάριο από 8% τον προηγούμενο μήνα και η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 504 εκατ. ευρώ έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1.788 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019. Ειδικότερα, οι καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης παρουσίασαν αύξηση κατά 284 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο σε σχέση με τον Ιανουάριο και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής παρουσίασε αύξηση της τάξης του 21,2% από 23,2% τον προηγούμενο μήνα. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) παρουσίασαν μείωση κατά 789 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 1.065 εκατ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων αυξήθηκαν κατά 277 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2019 έναντι μείωσης κατά 539 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε σε 5,9 % από 6,2% τον προηγούμενο μήνα.

Πιστωτική συρρίκνωση και δανειοδότηση επιχειρήσεων
Συνεπώς η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της χώρας τους πρώτους μήνες του 2019 χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη, αν και με βραδύτερο ρυθμό, πιστωτική συρρίκνωση. Οι τράπεζες δυσκολεύονται ή δεν επιθυμούν, κυρίως λόγω των «κόκκινων δανείων» (80,2 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018), ν’ αυξήσουν τη διάθεση αρκετού ρευστού χρήματος, προκειμένου να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, η προβληματική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αποτυπώθηκε σε έρευνα του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας τον Ιανουάριο, που, μεταξύ άλλων, κατέληξε ότι:

  • Κατά το 75% οι επιχειρήσεις έχουν δάνεια αξίας μέχρι 100.000 ευρώ, κατά το 8% άνω των 500.000 ευρώ και κατά το 50% έχουν συνάψει δάνειο κίνησης ή μεσομακροπρόθεσμο δάνειο.
  • Ο δείκτης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων στα τέλη του Ιουνίου του 2018 ήταν για τις μεν μικρομεσαίες επιχειρήσεις 62,3%, για τις δε μεγάλες 28,3%.
  • Μόνο κατά το 17% οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, που έχουν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, σκοπεύουν να ζητήσουν ρύθμιση των δανείων τους, μόλις το 12% εξ αυτών σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, ενώ κατά το 55% θα προχωρήσουν σε συνεννόηση με τα πιστωτικά ιδρύματα.
  • Το ετήσιο κόστος της εξυπηρέτησης δανείων για το 50% των επιχειρήσεων είναι μικρότερο των 10.000 ευρώ, ενώ για το 70% των μεσομακροπρόθεσμων δανείων το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης είναι κάτω των 30.000 ευρώ.
  • Το 20% των επιχειρήσεων έχουν δάνειο με επιτόκιο κάτω του 4%, το 66% έχουν επιτόκιο μεταξύ 4% και 10% και το 13% έχουν διψήφιο ποσοστό επιτοκίου.
  • Το 57% των επιχειρήσεων δεν σκοπεύουν να ζητήσουν νέο δάνειο στο άμεσο μέλλον, ενώ κατά το 32% οι ερωτηθέντες αρνούνται να αιτηθούν νέα δάνεια εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων, αλλά και του φόβου εξαγοράς των «κόκκινων δανείων» από ξένα funds.

Συμπέρασμα Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τη χρηματοδότηση της οικονομίας υπάρχει μείζον πρόβλημα, τόσο με την προσφορά όσο και τη ζήτηση χρήματος. Ωστόσο, μεγέθυνση και χρηματοδότηση αποτελούν διαδικασία ενιαία. Προχωρά, μόνο εφόσον αυξάνουν οι καταθέσεις –με προϋπόθεση ασφαλώς τη χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας–, εφόσον δηλαδή οι τράπεζες διοχετεύουν στην αγορά τα ρευστά διαθέσιμα που συγκεντρώνουν. Εκ των ων ουκ άνευ όροι ζωντάνιας της οικονομικής ζωής είναι ο φθηνότερος δανεισμός, η δυνατότητα ευνοϊκής ρύθμισης των «κόκκινων δανείων» επιχειρήσεων και νοικοκυριών, η απεμπλοκή από τα funds και η ομαλότητα στη δανειοδότηση των επιχειρήσεων, με πρόγραμμα και προσανατολισμό την ώθηση του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης αντί των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών.