Επουσιώδης καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας 2010-2016 ήταν η αριθμητική μείωση των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ, ενώ μετά το 2013 ο αριθμός των παντοπωλείων και μίνι μάρκετ κυμαίνεται μάλλον σε σταθερό επίπεδο, σύμφωνα με την έρευνα Census της IRI για το 2016, η οποία αποτυπώνει την εξέλιξη της εικόνας (από άποψη τζίρου και αριθμού καταστημάτων, ολικού και ανά περιοχή) του ελληνικού λιανεμπορίου των FMCG σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, περιλαμβανομένων, από τη νησιωτική χώρα, της Κρήτης και της Εύβοιας.

Όπως προκύπτει από την έρευνα Census 2016 της IRI, από το 2010, έτος έναρξης της μνημονιακής λιτότητας, μέχρι το 2016 σε γενικές γραμμές το ένα στα τρία καταστήματα ευκολίας, ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης, όπως και σχεδόν το ένα στα τέσσερα καταστήματα τροφίμων έκλεισαν. Η πλέον καταστροφική περίοδος ήταν η τετραετία 2010-2013. Στο εξής, πάντως, δεν σταμάτησαν οι πιέσεις περαιτέρω συρρίκνωσης του αριθμού των καταστημάτων του κλάδου γενικά της διανομής των FMCG. Ωστόσο, οι πιέσεις εντοπίζονται κυρίως στην αγορά της «μικρής» λιανικής και δη του ψιλικατζίδικου και του περιπτέρου.

Μετά το 2013 φαίνεται ότι ο αριθμός των παντοπωλείων και των μίνι μάρκετ κυμαίνεται μάλλον σε σταθερό επίπεδο, ενώ από το 2011 ο αριθμός των discount shop ταυτίζεται με εκείνο των εμπορικών μονάδων της Lidl. Επουσιώδης καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας είναι η αριθμητική μείωση των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ. Μια σχετικά απότομη πλην περιορισμένη κάμψη του αριθμού τους το 2016 ανακλά μάλλον την κατάρρευση εταιρειών όπως η Αφοί Καρυπίδη και κομματιών μεγάλων δικτύων, όπως της Μαρινόπουλος.

Ενώ ο αριθμός των σούπερ μάρκετ και των υπέρ μάρκετ είναι μικρότερος του ενός πέμπτου του συνολικού αριθμού των καταστημάτων τροφίμων (18,2%), νέμονται σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα του τζίρου της σχετικής αγοράς (77,7%). Περίπου ο μισός τζίρος των καταστημάτων τροφίμων της χώρας (48,4%) γίνεται στην Αττική, όπου δραστηριοποιείται μόλις το ένα πέμπτο των εν λόγω εμπορικών μονάδων (20,7%). Στο ίδιο πλαίσιο, το 53% του τζίρου ειδικότερα της αγοράς των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ γίνεται στην Αττική, όπου δραστηριοποιείται το 38% του αριθμού αυτού του είδους εμπορικών μονάδων.

Τα τρία τέταρτα του συνολικού τζίρου του κλάδου των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ γίνεται από τα μεγάλου και μεσαίου μεγέθους σούπερ μάρκετ. Ειδικά τα μεγάλα σούπερ μάρκετ (1.000τμ-2.500τμ), αν και καλύπτουν το 20,3% του αριθμού των εμπορικών μονάδων της εν λόγω αγοράς, κάνουν το 41,3% του τζίρου της.

Στη Βόρεια Ελλάδα γίνεται σχεδόν το 57% του συνολικού τζίρου της αγοράς του discount (διάβαζε της Libl). Μόνο στη Θεσσαλονίκη γίνεται το 17,8% του γενικού τζίρου της αγοράς αυτής, ποσοστό κατά τι μεγαλύτερο του εκείνου που αναφέρεται στην Αττική (17,1%). Όχι τυχαία η συμπρωτεύουσα από 25 discount shop το 2015 είχε 33 στα τέλη του 2016, μολονότι ήταν και πάλι σχεδόν τα μισά του αριθμού των discount shop της Αττικής (62 και τις δύο χρονιές).

Σχεδόν το 40% του τζίρου της αγοράς των cash & carry γίνεται στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Πάντως, η περιοχή με τα περισσότερα καταστήματα οργανωμένης χονδρικής είναι η Βόρεια Ελλάδα (32 και σε ποσοστό επί του συνολικού αριθμού τους 28,9%), παρότι ο τζίρος τους εκεί δεν υπερβαίνει το 15% επί των εθνικών πωλήσεων της εν λόγω αγοράς.

Η κατάταξη των καταστημάτων κατά την IRI
Τα καταστήματα, σύμφωνα με την κατάταξη που ακολουθεί η IRI, κατατάσσονται ανά είδος ή κατηγορία σε «καταστήματα τροφίμων», «καταστήματα cash & carry», «καταστήματα ευκολίας» (ή convenience), «καταστήματα ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης» και σε «φαρμακεία/καταστήματα καλλυντικών».

Τα «καταστήματα τροφίμων» ως ειδική κατηγορία χωρίζονται σε «σούπερ μάρκετ» (εμπορικές μονάδες με σύστημα σελφ σέρβις, τουλάχιστον δύο ταμείων και άνω), σε «υπέρ μάρκετ» (μονάδες αντίστοιχου είδους άνω των 2.500τμ) και σε «μικρά καταστήματα τροφίμων» μίας ταμειακής μηχανής, τα οποία κατανέμονται σε «μίνι μάρκετ» που δουλεύουν με σύστημα σελφ σέρβις και σε «παραδοσιακά παντοπωλεία», που διαθέτουν εκτός των τυποποιημένων ειδών και περιορισμένη ποικιλία φρέσκων τροφίμων.

Αντίστοιχα ως «καταστήματα ευκολίας» ή convenience εννοούνται όσα δουλεύουν με διευρυμένο ωράριο άνω των 10 ωρών, διαθέτοντας τυποποιημένα γαλακτοκομικά και είδη αρτοποιίας, αλκοολούχα και μη ποτά, σκακ και ζαχαρώδη προϊόντα. Τα «καταστήματα ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης» χωρίζονται στα τυπικά ψιλικατζίδικα και τα κλασικά περίπτερα.