Ίλιγγο προκαλούν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη συρρίκνωση του «καλαθιού της νοικοκυράς» στα χρόνια της κρίσης, καθώς πιστοποιούν ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στερούνται ακόμα και απολύτως απαραίτητα είδη διατροφής. Η μείωση των δαπανών των νοικοκυριών, όπως καταγράφεται στην πρόσφατη έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ –διαρκής από το 2008–, συνεχίστηκε την περασμένη χρονιά, σημειώνοντας νέο ρεκόρ.

Oι καταλωτικές συνήθειες των Ελλήνων μετά τα μνημόνια και τα σαρρωτικά δημοσιονομικά μέτρα προσομοιάζουν πλέον με εκείνες των φτωχότερων χωρών της βαλκανικής, ενώ μεγάλα στρώματα του πληθυσμού απειλούνται με ακραία φτώχεια. Ενδεικτικό της θλιβερής κατάστασης που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά είναι ο περιορισμός για μια ακόμα χρονιά της κατανάλωσης στοιχειωδών ειδών διατροφής, όπως το γάλα, και η μετατόπιση της ζήτησης σε φθηνότερα είδη, όπως τα ζυμαρικά. Δυστυχώς το φαινόμενο δεν είναι παροδικό. Η χώρα βρίσκεται σε οικονομική κρίση εννέα πλέον χρόνια, ενώ σε λίγους μήνες η ύφεση στην Ελλάδα κλείνει δεκαετία.

Στα χρόνια της ύφεσης και της σκληρής λιτότητας 2008-2016 το μέσο «καλάθι της νοικοκυράς» έχασε περισσότερο του 36% των προϊόντων και των υπηρεσιών του, αναφέρεται στο πόρισμα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισµών για το 2016 της ΕΛΣΤΑΤ.

Στην οκταετία της ύφεσης η µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών συρρικνώθηκε από τα 2.118 ευρώ το 2008 στα 1.392 ευρώ το 2016. Δηλαδή, από το «καλάθι της νοικοκυράς» αφαιρέθηκαν αγαθά και υπηρεσίες συνολικής αξίας 726 ευρώ σε τρέχουσες τιµές. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέσο νοικοκυριό δαπανά σε ετήσια βάση 8.712 ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2008. Το αξιοσημείωτο είναι ότι και το 2016, που θεωρητικά ήταν έτος σχετικής οικονομικής σταθεροποίησης, το μέσο νοικοκυριό δαπάνησε 348 ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2015 ή 29 ευρώ λιγότερα το μήνα, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπλέον φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, που γονάτισαν πολλές επαγγελματικές ομάδες.

Αθροιστικά κατά το διάστημα 2008-2016 η συρρίκνωση του οικογενειακού καλαθιού στέρησε από την αγορά 34,7 δισ. ευρώ. Μόνο το 2016 εξαφανίστηκαν από την αγορά 1,76 δισ. ευρώ, με το σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών να περιορίζεται στα 68,5 δισ. ευρώ από 70,3 δισ. ευρώ, όταν το 2008 ξεπερνούσαν τα 100 δισ. ευρώ.

Ενδεικτικό της τραγικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά είναι τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού στη χώρα. Κατά το 38,5% οι κάτοικοί της, λοιπόν, διαβιούν με υλικές στερήσεις, αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά ή στερούνται λόγω οικονομικής αδυναμίας τουλάχιστον τρεις από έναν κατάλογο εννιά βασικών αγαθών και υπηρεσιών, στον οποίο περιλαμβάνονται η πληρωμή πάγιων λογαριασμών ή ενοικίου, η διατροφή στην οποία περιλαμβάνεται κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά και η ικανοποιητικού επιπέδου θέρμανση.

Το θλιβερό είναι ότι στην ηλικιακή ομάδα 0-17 ετών η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών αφορά το 42,3% των ατόμων έναντι 39,6% στις ηλικίες 18-64 και 34,4% στην ομάδα άνω των 65 ετών. Η έρευνα αφορά και στους μετανάστες.

Οι μειώσεις της 9ετίας ανά κλάδο
Τα νοικοκυριά έχουν μειώσει κατά μέσο όρο από το 2008 κατά 61% τις αγορές διαρκών αγαθών, καθώς το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ή κοντά σε αυτό (: ατομικό εισόδημα περίπου 5.000 ευρώ ετησίως) η αγορά τέτοιων αγαθών είναι «απαγορευμένος καρπός».

Η δεύτερη μεγαλύτερη περικοπή στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αφορά την ένδυση και υπόδηση, καθώς η μέση δαπάνη έχει μειωθεί στα εννιά χρόνια της ύφεσης κατά 56%. Ακολουθούν οι δαπάνες για ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια που έχουν συρρικνωθεί κατά 44%. Οι δαπάνες για διάφορα αγαθά και υπηρεσίες έχουν μειωθεί κατά 43% και ακολουθούν οι επικοινωνίες με 41% και οι μεταφορές με μείωση 40%, όσο δηλαδή περικόπηκαν και οι δαπάνες για προϊόντα αναψυχής και πολιτισμού.

Την µικρότερη ποσοστιαία πτώση σημείωσε ο κλάδος της διατροφής με 21%, λόγω της ανελαστικότητας των συγκεκριµένων δαπανών, ο οποίος, πάντως, συνέχισε να υποχωρεί και το 2016 σε σχέση με το 2015, καθώς τα νοικοκυριά κόβουν από όπου μπορούν.

Η μεγαλύτερη μείωση στον κλάδο της διατροφής σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στα εμφιαλωμένα νερά, τα αναψυκτικά, τους χυμούς και δυστυχώς τα φρούτα. Η δεύτερη μικρότερη μείωση αφορά τα οινοπνευματώδη ποτά και τον καπνό με 24,5% και την εκπαίδευση με 27%.

Από το 2008 μέχρι το 2016 οι δαπάνες για στέγαση έχουν υποχωρήσει κατά 31%, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην μείωση των ενοικίων, ενώ τα έξοδα για παροχές υγείας υποχώρησαν κατά 34%.

Η ύφεση αλλάζει τις διατροφικές συνθήκες
Οι οικονομικές δυσχέρειες συνέχισαν να επηρεάζουν σημαντικά τις διατροφικές συνθήκες των νοικοκυριών. Οι καταναλωτές καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης στρέφονται σε φθηνότερα και χαμηλότερης διατροφικής αξίας προϊόντα.

Στη διετία 2015-2016 οι ποσότητες γιαουρτιού που καταναλώνονται μηνιαίως υποχώρησαν κατά 3,4%, και αντίστοιχα των ψαριών κατά 2,7%, των φρούτων και των ξηρών καρπών κατά 2,6%, του γάλακτος κατά 1,7% και των λαχανικών κατά 1,5%. Συνεχίστηκε, δηλαδή, η αύξηση των ποσοτήτων των φτηνών αμυλούχων τροφίμων, που σημειώνεται από το 2008 και καταγράφει σωρευτική αύξηση των ζυμαρικών κατά 18,5% και του ρυζιού κατά 14,5%. Αντίθετα σημειώνεται μείωση της κατανάλωσης ψαριών κατά 17,5% του γάλακτος κατά 9% και του ψωμιού κατά 6%.

Σε σχέση με το 2015 οι Έλληνες αύξησαν οριακά τις ποσότητες του ψωμιού, του κρέατος, του τυριού και του ρυζιού κατά 1,4%, 1,1% 0,9% και 0,6%, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις έτος προς έτος καταγράφεται στα ζυμαρικά 3,6%, το ελαιόλαδο 2,4% και το οινοπνευματώδη 1,7%.


Μείωση των δαπανών και το 2016
Η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016 επιβεβαιώνει ότι συνεχίστηκε και πέρσι για όγδοη κατά σειρά χρονιά η συρρίκνωση του «καλαθιού της νοικοκυράς». Όπως προκύπτει από τα ευρήματά της, το 2016 η μέση δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2,5% ή 29 ευρώ σε σύγκριση με το 2015. Το μόνο ελπιδοφόρο στοιχείο είναι ότι ο ρυθμός της μείωσης επιβραδύνεται σε σχέση με την περίοδο 2015-2014, που η υποχώρηση ανήλθε σε 2,8%

Σε πραγματικούς όρους η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε κατά 2% ή 16,82 ευρώ, λόγω μηδενικού πληθωρισμού. Σε σχέση με το 2015, η μεγαλύτερη μείωση δαπανών, 7,5%, παρατηρείται στα διαρκή αγαθά και ακολουθούν η δαπάνη για αναψυχή και πολιτισμό με 6,4% και η δαπάνη για οινοπνευματώδη και καπνό με 5,4%, μετά τη νέα αύξηση της φορολογίας που επέβαλε η συμφωνία της πρώτης αξιολόγησης.

Δέκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσίασαν μείωση, με την μικρότερη (0,4%) να καταγράφεται στις επικοινωνίες. Οι κατηγορίες για τις οποίες παρατηρήθηκε αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι η στέγαση με 1,8% και οι μεταφορές με 0,1%.

Σε σταθερές τιµές, σε σχέση µε την έρευνα του 2015, η µεγαλύτερη µεταβολή δαπανών παρατηρήθηκε στα διαρκή αγαθά, που σημείωσαν μείωση 2,8%. Ακολουθούν τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες με μείωση 1,8% και η αναψυχή-πολιτισµός με μείωση 1,5%. Επτά από τις δώδεκα κατηγορίες παρουσίασαν µείωση δαπανών, µε τη µικρότερη –της τάξεως του 0,1%– στην υγεία.

Αύξηση σε σταθερές τιµές 2016 παρουσίασαν πέντε κατηγορίες δαπανών: οινοπνευµατώδη ποτά και καπνός, στέγαση, µεταφορές, επικοινωνίες και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια. Η αύξηση αυτή κυµαίνεται από 2,0% στα οινοπνευµατώδη ποτά-καπνό ως 0,7% στις επικοινωνίες.

Η κατηγορία με το μεγαλύτερο μερίδιο στο «καλάθι της νοικοκυράς» το 2016 ήταν τα είδη διατροφής, με ποσοστό 20,7%, αμετάβλητο σε σχέση, με το 2015. Ακολουθούν η στέγαση με 13,8%, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο σε σχέση με το 2015, οι μεταφορές με 12,9% και τα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια με 9,9%.

Οι δαπάνες για τρόφιμα ανά ηλικία και κατηγορία εργαζομένου
Από τις συνολικές δαπάνες για τρόφιμα το 2016, περισσότερο από το ένα πέμπτο (22,5%) ξοδεύτηκε για την αγορά κρεάτων, το 17,2% δαπανήθηκε για γαλακτομικά είδη, το 15,6% για ψωμί, αλεύρι και δημητρικά και το 12% για λαχανικά. Οι μεταβολές σε σχέση με το 2015 είναι οριακές. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μόνο το 7% δαπανάται πλεόν για φρούτα.

Ένα ζευγάρι με δύο παιδιά κάτω των 16 ετών διαθέτει το 34,4% του προϋπολογισμού του για είδη διατροφής, το 21% για στέγαση και το 24,4% για μεταφορές. Δαπανά δηλαδή το 56% του εισοδήματός του για διατροφή και στέγη, το 9,2% για υγεία και μόλις το 6,7% για αναψυχή-πολιτισμό.

Αντίθετα, ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών που ζει μόνος του, δαπανά το 14% του προϋπολογισμού του για αγορά ειδών διατροφής, το 9,7% για τη στέγασή του και το 7,5% για λόγους υγείας.

Η κατηγορία νοικοκυριού με τις περισσότερες μηνιαίες δαπάνες είναι αυτή που επικεφαλής του είναι αυτοαπασχολούμενος και διαθέτει άλλο ή άλλα μέλη μισθωτής απασχόλησης. Δαπανά μηνιαίως 2.970 ευρώ έναντι 3.017 ευρώ το 2015.

Τις χαμηλότερες μηνιαίες δαπάνες κάνει το νοικοκυριό που έχει ένα μισθωτό, ο οποίος ξοδεύει κατά μέσο όρο 1.725 ευρώ, όσο περίπου ο αυτοαπασχολούμενος με ένα ακόμα άτομο μισθωτό στο νοικοκυριό του.

Στα αξιοσημείωτα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ περιλαμβάνονται τα εξής:

Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού διαθέτει το 32,1% του προϋπολογισμού του για την αγορά ειδών διατροφής και το 20,4% για δαπάνες σχετικές με τη στέγαση. Δηλαδή, μόνο οι δύο αυτές κατηγορίες απορροφούν το 52,5% του προϋπολογισμού τους. Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στο πλουσιότερο 20% του πληθυσμού φτάνει το 20% για τη διατροφή του και το 14,2% για την στεγασή του.

Στην κατηγορία του φτωχότερου πληθυσμού το αμέσως επόμενο σε μέγεθος κονδύλι δαπανών σχετίζονται, που φθάνει το 9,3%. Ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές με 7,2%.

Σε απόλυτες αξίες ένα άτομο του φτωχού πληθυσμού το 2016 ξόδευε 97,5 ευρώ μηνιαίως για είδη διατροφής, ενώ το μέσο άτομο του μη φτωχού πληθυσμού ξόδευε 185 ευρώ. Για είδη ένδυσης ο προϋπολογισμός των φτωχών διέθετε μόλις 8,3 ευρώ το μήνα, ενώ των μη φτωχών 56 ευρώ. Για τις μεταφορές τα αντίστοιχα ποσά ήταν 22 και 119 ευρώ και για τη στέγαση 62 και 133 ευρώ.

Το όριο της φτώχειας ορίστηκε για το 2016 στα 4.792 ευρώ τον χρόνο. Κάτω από αυτό το όριο βρίσκεται το 18,2% του πληθυσμού.

Σύγκλιση με τη Βουλγαρία
Η ΕΛΣΤΑΤ παραθέτει και συγκριτικά στοιχεία αναφορικά με τη σύνθεση του «καλαθιού των νοικοκυριών» σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Βουλγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Σλοβενία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο). Όπως προκύπτει, στη Βουλγαρία οι οικογένειες διαθέτουν το 37,3% του προϋπολογισμού τους για είδη διατροφής, με την Ελλάδα να ακολουθεί με 20,7% και τελευταία τη Βρετανία με μόλις 11%. Ακόμα και οι Σλοβένοι δαπανούν μόλις 15,5% των δαπανών τους για είδη διατροφής.

Την πρωτιά διατηρεί η Βουλγαρία και στις δαπάνες για ποτά και τσιγάρα με 5,3%, ακολουθούμενη από την Ελλάδα με 3,9%.

Οι δαπάνες για στέγαση σε Ιταλία και Ισπανία «ξεφεύγουν» πάνω από το 30% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση τη σχετικής κατάταξης με 13,8%. Όμως, κρατούμε την πρωτιά στις δαπάνες υγείας (7,4%), ακολουθούμενοι από τους Βούλγαρους (6,7%), όπως και στις δαπάνες για εκπαίδευση (3,2%) και για ξενοδοχεία κι εστίαση (9,9%). Επίσης πολύ μπροστά είναι η χώρα μας και στις δαπάνες για τις μεταφορές, καθώς τα νοικοκυριά δαπανούν το 13% του συνόλου του προϋπολογισμού τους. Μας περνά μόνο η Ιρλανδία, με 15%.