Το ταραχώδες 2015 συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της εικόνας του κλάδου το 2016. Οι διάφορες μακροοικονομικές εξελίξεις της συγκεκριμένης χρονιά, με επίκεντρο τους ελέγχους κεφαλαίων και τη συνέχιση των υφεσιακών πολιτικών, είτε επιτάχυναν είτε προκάλεσαν γεγονότα, όπως οι μεγάλες εξαγορές του επόμενου έτους και οι ανακατατάξεις στα δίκτυα καταστημάτων. Στο Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ 2017 που μόλις κυκλοφόρησε, καταγράφονται όλες οι σημαντικές αλλαγές της συγκεκριμένης χρονιάς, ενώ γίνεται σε βάθος ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων, που ήταν εντυπωσιακά θετικά.

Tα αποτελέσματα της χρηματοοικονομικής ανάλυσης για τη χρονιά που πέρασε (2016), βάσει των ισολογισμών των 35 επιχειρήσεων που αποτελούν το δείγμα ανάλυσης της έκδοσης, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια όλες οι μεγάλες εταιρείες εμφανίζουν καθαρή κερδοφορία και στην πλειονότητά τους βελτιωμένα μεγέθη. Το γεγονός αυτό δημιουργεί προσδοκίες για ένα διάστημα σταθεροποίησης, χωρίς έντονες αλλαγές στο εγγύς μέλλον.

Συγκεκριμένα, οι 35 επιχειρήσεις του φετινού δείγματος του Πανοράματος, το 2016 εμφάνισαν πωλήσεις αξίας 7,59 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 988 εκατ. ευρώ ή κατά 14,97% σε σχέση με τα 6,60 δισ. ευρώ του 2015. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα των 35 αλυσίδων είναι για μία ακόμα χρονιά σαφώς καλύτερη από την εικόνα του συνόλου του λιανεμπορίου τροφίμων. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016 φανερώνουν μείωση του κύκλου εργασιών των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων κατά 0,52%. Είναι σαφές ότι η καταγραφόμενη αύξηση οφείλεται κυρίως στην απορρόφηση των πωλήσεων των δικτύων των εταιρειών Μαρινόπουλος και Αφοί Βερόπουλοι, οι οποίες ανέρχονταν το 2015 αθροιστικά σε 1,69 δισ. ευρώ και δευτερευόντως από την προσέλκυση πωλήσεων από άλλα κανάλια (πχ εξειδικευμένα καταστήματα, λαϊκές αγορές κλπ). Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι πωλήσεις των υπολοίπων καταστημάτων διατροφής -εκτός των αλυσίδων σούπερ μάρκετ-, κατέγραψαν πτώση 2,41% και το εμπόριο εκτός καταστημάτων (πχ λαϊκές αγορές) κατά 6,10%. Οι πωλήσεις των 35 αλυσίδων σούπερ μάρκετ που αναλύονται στο Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ 2017 αντιπροσωπεύουν, βάσει της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016, το 49,53% των αγορών των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου.

Οι 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις κατέγραψαν λίγο μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στις πωλήσεις τους, κατά 15,14%, δηλαδή κατά 920,18 εκατ. ευρώ, φτάνοντας τα 7 δισ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 88,68% των πωλήσεων του δείγματος και το 44,89% των αγορών των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου, όπως καταγράφονται στην έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.

Η παραπάνω τάση της αναδιανομής των πωλήσεων απεικονίζεται τόσο στον δυναμικό ανταγωνισμό στον κλάδο, που παίρνει τη μορφή των έντονων και πολλών προωθητικών ενεργειών, όσο και στην κινητικότητα που συνεχίζει να χαρακτηρίζει την αγοραστική συμπεριφορά του Έλληνα καταναλωτή (πολλές και συχνές επισκέψεις σε διαφορετικά καταστήματα). Στο σημερινό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, η τάση αυτή, αν και έχει σημαντικό κόστος, αναμένεται να συνεχιστεί και το 2017.

Σε σχέση με τις εταιρείες που είχαν τις μεγαλύτερες επιδόσεις, την καλύτερη επίδοση εμφανίζει για άλλη μια χρονιά η Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος, ξεπερνώντας κατά πολύ το φράγμα των 2 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 2,18 δισ. ευρώ, με εντυπωσιακή αύξηση κατά 232,27 εκατ. ευρώ (+12,09%). Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Σκλαβενίτης με 1,40 δισ. ευρώ και αύξηση κατά 93,94 εκατ. ευρώ (+7,20%), λίγο πριν την ολοκλήρωση της εξαγοράς των καταστημάτων της Μαρινόπουλος, ενώ οι υπόλοιπες εταιρείες του ομίλου επίσης παρουσίασαν αύξηση: η Μαρτ Κας & Κάρυ κατά 5,03% στα 329,71 εκατ. ευρώ και η Χαλκιαδάκης κατά 15,81%, στα 155,37 εκατ. ευρώ. Στην τρίτη θέση ανεβαίνει η Μετρό με 1,10 δισ. ευρώ και τη μεγαλύτερη αύξηση στον κλάδο, κατά 368,24 εκατ. ευρώ (+50,02%) χάρη στην απορρόφηση του δικτύου της Αφοί Βερόπουλοι (σημειώνεται πως ο ισολογισμός της Μετρό αφορά στη χρήση από 21/2/2016 έως 31/12/2016). Ακολούθησε η Δ. Μασούτης, φτάνοντας τα 800,58 εκατ. ευρώ, με την προσθήκη 48,92 εκατ. ευρώ στις πωλήσεις της (+6,51%) και η Πέντε, φτάνοντας τα 519,06 εκατ. ευρώ, με επιπλέον 46,07 εκατ. ευρώ (+9,74%) σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Διψήφια ποσοστά αύξησης εμφάνισαν και οι υπόλοιπες εταιρείες της δεκάδας: η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός κατά 54,67%, στα 179,62 εκατ. ευρώ, ο ΣΥΝΚΑ κατά 21,89%, στα 172,40 εκατ. ευρώ (χάρις και στην εξαγορά της Βιδάλης) και η Bazaar κατά 18,53%, στα 154,37 εκατ. ευρώ.


Yψηλή κερδοφορία – Εντυπωσιακό «καθαρό» περιθώριο εκμετάλλευσης 3,59%
Η καθαρή κερδοφορία για το σύνολο των 35 υπό εξέταση επιχειρήσεων το 2016 κινείται σε ασυνήθιστα υψηλά νούμερα. Τα καθαρά αποτελέσματα εμφανίζονται αυξημένα κατά 30,70% ή 62,40 εκατ. ευρώ, από 203,22 εκατ. ευρώ σε 265,62 εκατ. ευρώ, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους διαμορφώθηκε σε 3,59% έναντι 3,17%.

Τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη με διαφορά εμφάνισε και αυτή τη χρονιά η Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος, ξεπερνώντας τα 100 εκατ. ευρώ, στα 107,18 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 40% της κερδοφορίας του συνόλου, με αύξηση 38,68% και προσθήκη 29,89 εκατ. ευρώ κέρδη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Παράλληλα, ο δείκτης καθαρής κερδοφορίας διαμορφώθηκε στο υψηλό 4,91%, με σημαντική αύξηση κατά 0,94%.

Στη δεύτερη θέση έρχεται η Σκλαβενίτης με 44,17 εκατ. ευρώ και εξίσου σημαντική αύξηση, κατά 38,56%, με τον δείκτη καθαρής κερδοφορίας να διαμορφώνεται στο 3,16%. Στην τρίτη θέση ανέβηκε η Δ. Μασούτης με 36,86 εκατ. ευρώ, αύξηση κατά 34,85% και δείκτη κερδοφορίας 4,60% και ακολουθεί η Πέντε με 30,3 εκατ. ευρώ και με μεγάλη αύξηση κατά 60,95%, που ανεβάζει τον δείκτη καθαρής κερδοφορίας στο 5,84%. Η Μετρό, αν και ανέλαβε ένα πολύ μεγάλο κόστος για την απορρόφηση της Αφοί Βερόπουλοι (σημειώνεται ότι αποπλήρωσε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της Αφοί Βερόπουλοι προς τους προμηθευτές της), κατάφερε να διατηρήσει την κερδοφορία της σε ικανοποιητικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στην πέμπτη θέση, με τα καθαρά αποτελέσματα προ φόρων να μειώνονται από 20,84 εκατ. ευρώ σε 12,45 εκατ. ευρώ, αλλά με τον δείκτη καθαρής κερδοφορίας να διαμορφώνεται στο 1,13%

Παράλληλα, σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα ανέρχεται η απόδοση ιδίων κεφαλαίων, στο 25,78%, αυξημένη κατά 5,31% σε σχέση με το 20,47% του προηγούμενου έτους, ως αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης της κερδοφορίας και της μικρής αύξησης των κεφαλαίων. Ο σημαντικός δείκτης EBITDA υπολογίζεται στο αρκετά υψηλό 5,7%, αυξημένος μάλιστα σε σχέση με το 5,45% του 2015. Αυτός ο δείκτης δείχνει πιο ξεκάθαρα την «πρωτογενή» κατάσταση του οργανισμού (πλεόνασμα-έλλειμμα), καθώς ακυρώνει την επίδραση της διαχείρισης παγίων, της υπεραξίας και τις ιδιομορφίες του δανεισμού κάθε επιχείρησης.

Σημειώνεται ότι αυτή η κερδοφορία επιτυγχάνεται παρά την αύξηση στις λειτουργικές δαπάνες του κλάδου, με το λειτουργικό κόστος να ανέρχεται στο 21,27% επί των πωλήσεων. Η αύξηση των δαπανών σχετίζεται αφενός με μία γενικότερη αύξηση διαφόρων παραγόντων της λειτουργίας διάθεσης -μισθολογικό κόστος (βλ. εισφορές), έμμεση φορολογία (πχ φόροι στην ενέργεια, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ κ.ά.), επιπλέον ανάγκες διαφήμισης κλπ- και αφετέρου, ειδικότερα για το 2016, με την απορρόφηση των νέων δικτύων. Πρακτικά, τα νέα καταστήματα και λοιπά πάγια που αποκτήθηκαν μέσω των εξαγορών, προκάλεσαν μεν άμεση αύξηση του κόστους λειτουργίας, αλλά όχι άμεση, αντίστοιχου βαθμού, αύξηση των πωλήσεων (όπως είναι αναμενόμενο).

Μικτή εικόνα για τη ρευστότητα
Οι δύο βασικοί δείκτες ρευστότητας ακολούθησαν αντίστροφη πορεία, με τον δείκτη γενικής ρευστότητας να παρουσιάζει μείωση από 66,68% σε 65,75% και τον δείκτη γενικής ρευστότητας να παρουσιάζει αύξηση από 32,77% σε 33,01%. Ο λόγος που οι εν λόγω δείκτες ακολούθησαν αντίστροφη πορεία είναι τα αποθέματα. Έτσι, η γενική ρευστότητα κινήθηκε πτωτικά, καθώς το κυκλοφορούν ενεργητικό, λόγω των αποθεμάτων (+19,35%), αυξήθηκε με μικρότερο ρυθμό από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (+20,94%), ενώ η άμεση ρευστότητα κινήθηκε αυξητικά, καθώς οι απαιτήσεις και τα διαθέσιμα αθροιστικά αυξήθηκαν με μεγαλύτερο ρυθμό (+22,64%) από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

Πρακτικά, οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες παραδοσιακά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού, λόγω της συμμετοχής σε αυτές της πίστωσης σε προϊόντα, αυξήθηκαν μεν, αλλά στον ίδιο βαθμό με τις ανάγκες που προκάλεσαν οι αυξημένες πωλήσεις και ως εκ τούτου δημιουργούν αυτή την σταθεροποιητική τάση. Οι χρηματοοικονομικές ενδείξεις που καταγράφονται δείχνουν ότι οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς τους προμηθευτές-πιστωτές κινήθηκαν παράλληλα με την ανάπτυξη των πωλήσεων, διατηρώντας τους δείκτες σε γνώριμα για τον κλάδο επίπεδα.

Σε σχέση με τον τραπεζικό δανεισμό, ο μακροχρόνιος τραπεζικός δανεισμός αυξήθηκε για δεύτερη χρονιά και αποκτά πλέον σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, το 2016 ο μακροχρόνιος δανεισμός του δείγματος καταγράφεται αυξημένος κατά το εντυπωσιακό 61,92%, στα 652 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται αναμφίβολα με τις σημαντικές εξελίξεις στον κλάδο και τη χρηματοδότηση από τις ελληνικές τράπεζες.

Η ολοκλήρωση των μεγάλων επιχειρηματικών κινήσεων το 2017 και εν τέλει το 2018 αναμένεται να δώσει μία ξεκάθαρη εικόνα για το μακροπρόθεσμο μέλλον του κλάδου τη δεκαετία του 2020, αλλά και πιο βραχυπρόθεσμα για το πώς διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις του κλάδου τη νέα δομή του και το νέο ανταγωνιστικό τοπίο που διαμορφώνεται.