Ως διεθνής όρος το Sustainability –αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη στα ελληνικά– υπερκαλύπτει τον όρο του Corporate Social Responsibility (CSR), δηλαδή της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ), τείνοντας να επικρατήσει αντί αυτού. Ουσιαστικά με την ένταξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων στα περιεχόμενα της ΕΚΕ επεκτάθηκε το αντικείμενό της και άλλαξε η φύση του, τόσο, μάλιστα, ώστε η εταιρική υπευθυνότητα έναντι είτε του περιβάλλοντος είτε της κοινωνίας είναι πια αδιανόητο να εδράζεται στις δημόσιες σχέσεις.

H στροφή αυτή, που συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία, έδωσε στο Sustainability στρατηγικό βάθος, καθώς στο πλαίσιό του οι επιχειρήσεις αναζητούν τρόπους να δημιουργούν κοινωνικά αναγνωρίσιμη αξία ως αποτέλεσμα ενός συστηματικού διαλόγου τους με κοινωνικούς δρώντες, όπως οι οικολογικές οργανώσεις ή οι οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη διαδικασία αυτού του διαλόγου οι εταιρείες εμβαθύνουν στις αξίες των κοινωνικών δρώντων, ώστε με γνώμονα αυτές να προσαρμόζουν τις διαδικασίες τους, τις λειτουργίες τους, τις ποικίλες επιλογές τους, δείχνοντας έμπρακτα την κοινωνική υπευθυνότητά τους, εξηγούσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο σελφ σέρβις ο κ. Σπύρος Λιούκας, ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του QualityNet Foundation (QNF).

Τέτοιας κλίμακας προσαρμογές προϋποθέτουν, βέβαια, την ένταξη του Sustainability στον πυρήνα της εταιρικής στρατηγικής. Σε αυτό έγκειται και η ουσιώδης διαφορά του από την ΕΚΕ, η οποία ως αντικείμενο των δημοσίων σχέσεων, που αποβλέπει στην ενίσχυση της εταιρικής εικόνας, αναπτύσσεται περιφερειακά του παραγωγικού μοντέλου της εκάστοτε εταιρείας. Αντίθετα το Sustainability επιδρά καθοριστικά στο παραγωγικό μοντέλο, κατευθύνοντας συνολικά τη δραστηριότητα και τις λειτουργίες της επιχείρησης, έσω και έξω, προσθέτοντας σε όλη την αλυσίδα της αξίας νέα αξία.

Επειδή οι απαιτούμενες παρεμβάσεις για την προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου στις απαιτήσεις του Sustainability έχει κόστος, προϋποτίθεται πως η επιχείρηση μπορεί να το καλύψει. Προτεραιότητά της, ωστόσο, συνιστούσε ο κ. Λιούκας, πρέπει να είναι η έναρξη του διαλόγου με την κοινωνία, ο οποίος μπορεί να την ωθήσει –ανεξαρτήτως του μεγέθους και του κλάδου της– σε καινοτομίες, λ.χ. μέσω της ανακάλυψης καταναλωτικών αναγκών που μπορεί να ικανοποιεί επωφελώς γι’ αυτήν, μεταθέτοντας σε πιο πρόσφορο χρόνο την επένδυση για την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου. Σημειωτέον ότι ακόμα και μικρές εταιρείες είναι δυνατόν να εφαρμόζουν αρχές βιώσιμης ανάπτυξης, καλύπτοντας έναν αριθμό σχετικών κριτηρίων αντίστοιχο προς το μέγεθός τους, βάσει της λογικής ότι τα κριτήρια πληθαίνουν και γίνονται πιο σύνθετα όσο το εταιρικό μέγεθος αυξάνει.

ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ SUSTAINABILITY
Για την πληρότητα της προσέγγισης επισημαίνουμε ότι στην ιστορική αφετηρία του Sustainability βρίσκεται η τακτική των αμερικανικών επιχειρήσεων να παρακάμπτουν εξωδικαστικά τις αντιδικίες με φορείς θιγόμενους από τις δραστηριότητές τους, μέσω των υπεύθυνων επενδύσεών τους σε διαφορετικούς τομείς, ανάλογου ενδιαφέροντος για τους φορείς αυτούς, ανταλλάσσοντας τρόπον τινά τις επιπτώσεις στον έναν τομέα με ευεργετήματα σε άλλους. Φυσικά τα προγράμματα ΕΚΕ αποδείχθηκαν ανεπαρκούς «ανταλλαξιμότητας» σε αυτό το επίπεδο. Έτσι, η έννοια της εταιρικής υπευθυνότητας επαναπροσδιορίστηκε –συν τω χρόνω σε όλο το δυτικό κόσμο πλέον– κατά τρόπο που η εκδήλωσή της ως μέριμνας πλεονασματικά των απαιτήσεων του νόμου υπέρ ενός σκοπού να διαπιστώνεται

  • με σταθερότητα υποκείμενη σε ποσοτική και ποιοτική αποτίμηση,
  • με τη δέσμευση ότι οι επιχειρηματικές λειτουργίες προσαρμόζονται, ώστε να συντελούν στην προαγωγή του σκοπούμενου,
  • αλλά προπάντων ότι τα προαναφερόμενα συντρέχουν με γνώμονα την αυταξία καθαυτού του σκοπούμενου κι όχι το ιδιοτελές επιχειρηματικό συμφέρον.

Τούτα επέβαλαν μια κατ’ ανάγκην προτυποποίηση των κριτηρίων, πιστοποιήσεων και αξιολογήσεων των πρακτικών βιώσιμης ανάπτυξης εκ μέρους θεσμών κύρους υπεράνω των κατά περίπτωση εταιρικών συμφερόντων, πράγμα όχι πάντα αρεστό στην εκάστοτε μεμονωμένη επιχείρηση, που προτιμά μεγαλύτερη ελαστικότητα στην έκφραση και την αποτίμηση της υπευθυνότητάς της. Και πάντως, ενόσω το Sustainability με το τρίπτυχό του «οικονομία, άνθρωπος, περιβάλλον» συνιστά διεθνώς μια δυναμικά εξελισσόμενη πραγματικότητα εν είδη κινήματος, τόσο στο πεδίο της επιχειρηματικής πράξης και της θεωρίας όσο και στο επίπεδο της επικύρωσης της κοινωνικής σημασίας της από εθνικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς διακυβέρνησης, οι θεσμοί αξιολόγησης της εταιρικής υπευθυνότητας προάγονται στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, με μια αμφίπλευρη συνέπεια: Κατ’ αναλογία των όλο και πιο γενναίων δεσμεύσεων συνέπειας που απαιτεί από την εθελοντικά υπεύθυνα δρώσα επιχείρηση η δημόσια αποτίμηση των δράσεών της, μεγεθύνεται η σχετική αξιοπιστία και το κύρος της, άρα και η ελκυστικότητά της

Εντέλει το Sustainability κερδίζει διεθνώς έδαφος όχι μόνο γιατί το απαιτούν οι κοινωνίες κι οι θεσμοί τους, αλλά κυρίως γιατί οι ίδιες οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν σε αυτό σημαντικά οφέλη. Άλλωστε, παντού η έρευνα πιστοποιεί ότι ο μέσος καταναλωτής διατίθεται να πληρώνει επιπλέον το προϊόν ή την υπηρεσία μιας αποδεδειγμένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνης εταιρείας εν αντιθέσει προς εκείνα μιας αδιάφορης ή χειρότερα μιας σχετικώς ανάλγητης εταιρείας. Μάλιστα, ο καταναλωτής δρα ως ενεργός πομπός της καλής φήμης των υπεύθυνων εταιρειών, χαρίζοντάς τους αίγλη τέτοια που δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί η διαφημιστική επικοινωνία των προγραμμάτων ΕΚΕ.


Η «ΑΤΖΕΝΤΑ 2030» ΘΕΤΕΙ ΤΟ SUSTAINABILITY ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Όπως είναι γνωστό, η αναγκαιότητα μιας βιώσιμης προοπτικής του κοινωνικού και φυσικού κόσμου μας προσυπογράφηκε από τις 193 κυβερνήσεις των χωρών-μελών του ΟΗΕ το 2015, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας 17 άρθρων (SDG) με την επωνυμία «Ατζέντα 2030», τα οποία περιγράφουν το δέον γενέσθαι για το σύγχρονο κόσμο: Την ανάληψη δράσεων κατά της φτώχειας και της πείνας και υπέρ της υγείας, της ποιοτικής εκπαίδευσης, της ισότητας των φύλων, της επάρκειας του πόσιμου νερού, της προώθησης ανανεώσιμων και φθηνών πηγών ενέργειας, της ποιοτικής εργασίας και των ορθών οικονομικών πρακτικών, των καινοτομιών και των σωστών υποδομών, της άμβλυνσης των ανισοτήτων, της υπεύθυνης χρήσης των πόρων, της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και των συμπράξεων για την βιώσιμη ανάπτυξη.

Η «Ατζέντα 2030» προσανατολίζει κυβερνήσεις και διακυβερνητικές ενώσεις, διακρατικούς και εθνικούς οργανισμούς, επιχειρηματικούς και μη, να θεσμοθετούν και να δεσμεύονται για την επίτευξη των σκοπών της. Επί παραδείγματι, σε ό,τι αφορά τη σφαίρα της παραγωγής των FMCG προϊόντων, που έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον για τον αναγνώστη μας, η «Ατζέντα» ανακλά την αναγκαιότητα περιορισμού των ασύμβατων με τις αρχές του ΟΗΕ φαινομένων που γεννά η παγκοσμιότητα των συναλλαγών και ο ανταγωνισμός δυτικού-αναπτυσσόμενου κόσμου, συνδυαστικά προς την αύξουσα αδυναμία των επίσημων αρχών (κρατικών και διακρατικών) να τα ελέγξουν. Στο πλαίσιο ακριβώς του ελέγχου τέτοιων φαινομένων, βάσει των κατευθύνσεων του ΟΗΕ ετέθη το ζήτημα της εθελοντικής δέσμευσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων στην παραγωγή, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην αλυσίδα της, να λειτουργούν ως δικλείδες ασφαλείας στα παγκόσμια παραγωγικά κυκλώματα. Το Sustainability προφανώς είναι το ιδεώδες εργαλείο για την επιτυχία αυτού του σκοπού και, όπως ήταν αναμενόμενο, ισχυροποιήθηκε περαιτέρω, με την υιοθέτηση του τριπτύχου του από την πλειονότητα των πολυεθνικών επιχειρηματικών οργανισμών και των μεγαλύτερων εθνικών επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, ενισχύθηκαν οι προσδοκίες της πολιτικής διακυβέρνησης από την εταιρική υπευθυνότητα. Για παράδειγμα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο άτυπος μέχρι πρότινος εταιρικός κοινωνικός απολογισμός γίνεται πλέον υποχρεωτικός (εν παραλλήλω προς τον απολογισμό των χρηματοοικονομικών δεδομένων) των υπεύθυνα δρωσών επιχειρήσεων ενός ορισμένου μεγέθους και άνω –στη χώρα μας η σχετική νομοθέτηση έγινε τον Δεκέμβριο πέρυσι, ενώ το καλοκαίρι φέτος εκδόθηκε σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος. Επίσης, ζητείται από τα κράτη-μέλη να ρυθμίσουν το πεδίο της εταιρικής υπευθυνότητας από την άποψη των μορφών και λειτουργιών με τις οποίες εκδηλώνεται, να εγγυηθούν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία των επιχειρήσεων που την επικαλούνται, τη διάχυση και προβολή της σημασίας της κλπ, μέσω της κατάρτισης Εθνικών Σχεδίων ΕΚΕ και εταιρικής υπευθυνότητας. Τα εν λόγω Σχέδια, χωρίς να έχουν την ισχύ νόμου, προσδοκάται ότι θα λειτουργήσουν ως υπόβαθρο για τη σχετική κινητοποίηση των επιχειρήσεων τω κρατών-μελών, επειδή ακριβώς αποτυπώνουν κοινές παραδοχές όλων των ενδιαφερόμενων σε εθνικό επίπεδο για την εθελοντική αυτοδέσμευση των επιχειρήσεων, συστηματοποιημένων υπό την εποπτεία της πολιτείας, η οποία θεωρείται εκ προοιμίου δεσμευμένη να προωθεί τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να καταθέσει το Εθνικό Σχέδιό της μέχρι τα τέλη του έτους και έχει δεσμευτεί σχετικά. Έως τότε ο διάλογος παραμένει ανοιχτός προς πάντα ενδιαφερόμενο.

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΕ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ
Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, διαπιστώσαμε σοβαρές παρανοήσεις στην αγορά μας σχετικά με το εν λόγω Εθνικό Σχέδιο, αλλά και κλίμα καχυποψίας ή δυσφορίας έναντι των κυβερνώντων, που κατευθύνουν τη διαδικασία μορφοποίησής του. Προφανώς ένα μερίδιο ευθύνης ανήκει στους τελευταίους, οι οποίοι φαίνεται πως δεν αποσαφήνισαν επαρκώς στους φορείς των επιχειρήσεων ότι π.χ. άλλο πράγμα είναι η υποχρέωση δημοσίευσης του μη οικονομικού απολογισμού των υπεύθυνων επιχειρήσεων κι άλλο πράγμα είναι το προαναφερόμενο Εθνικό Σχέδιο, το οποίο όχι μόνο δεν δεσμεύει τις επιχειρήσεις που δεν ενδιαφέρονται να εκδηλώνουν υπευθυνότητες πέραν των συμβατικών τους κατά το νόμο, αλλά θα υιοθετείται εθελοντικά και από τις υπεύθυνες εταιρείες. Οι παρανοήσεις δεν σταματούν εδώ. Όταν η κυβέρνηση έδωσε το εν λόγω Σχέδιο στη δημοσιότητα το καλοκαίρι όχι μόνο δεν είχε την οριστική μορφή του, όπως υπέθεσαν οι ενδιαφερόμενοι φορείς, αλλά εισήχθη τότε σε δημόσια διαβούλευση απλώς το πρώτο μέρος του. Επίσης, φαίνεται πως δεν αποσαφηνίστηκε όσο θα έπρεπε ότι η αρμοδιότητα κατάρτισης του Εθνικού Σχεδίου από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας είναι λυσιτελής και ούτε συμπληρώνει το εισηγητικό έργο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης για τη βιώσιμη ανάπτυξη ούτε αντιφάσκει προς αυτό, για να δώσουμε ορισμένως το στίγμα και κάποιων άλλων παρανοήσεων…

Όμως, από την πλευρά των επιχειρήσεων η αδυναμία κατανόησης των εξελίξεων σχετίζεται μάλλον με την τάση αναπόφευκτης «κατάληψης» του κλασικού πεδίου της ΕΚΕ, στο οποίο πλείστες αναπτύσσουν δράση μετέχοντας και στις σχετικές συλλογικές δομές, από το Sustainability, στου οποίου τις απαιτήσεις μετρημένες μόνο ανταποκρίνονται. Εξάλλου, οι αξιολογικές κρίσεις με γνώμονα μια επίσημη αύριο εθνική στρατηγική ΕΚΕ και εταιρικής υπευθυνότητας σε άβολα από άποψη βιώσιμης ανάπτυξης ερωτήματα, όπως λ.χ. αν δικαιούται να επιβραβεύεται ως υπεύθυνη μια εταιρεία που ναι μεν επενδύει στην «πράσινη» ανάπτυξη, αλλά ενοχοποιείται για συστηματικές διακρίσεις εις βάρος του προσωπικού της, δεν μοιάζει σίγουρο να είναι ανεπιφύλακτα καλοδεχούμενες από όλους όσοι σεμνύνονται σήμερα για το αποτύπωμα της ευθύνης των επιχειρήσεών τους στην κοινωνία και το περιβάλλον. Όμως, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι οι βραβεύσεις που θα γίνονται με το κύρος μιας τέτοιας δεοντολογίας, θα έχουν ανεπιφύλακτα την ένθερμη κοινωνική αποδοχή, με όσα ωφελήματα και φήμη θα φέρνει τούτο στον εκάστοτε βραβευόμενο.

Στην προοπτική εδραίωσης μιας εθνικής στρατηγικής ΕΚΕ και εταιρικής υπευθυνότητας συντείνει ασφαλώς η υποχρέωση των υπεύθυνων εταιρειών να δημοσιεύουν κοινωνικό απολογισμό, με την έννοια ότι τούτος, συσχετιζόμενος με τη στοχοθεσία της εταιρικής υπευθυνότητας, θα προσδιορίζει μια αντικειμενική βάση για την αποτίμηση των επιτεύξεών της κατόπιν σχετικά απλής διαδικασίας ελέγχου. Στην ίδια κατεύθυνση συντείνει, επίσης, η πρόβλεψη του Εθνικού Σχεδίου για τη σύσταση ενός Συμβουλίου Εταιρικής Ευθύνης, όπου θα μετέχουν εκπρόσωποι φορέων των επιχειρήσεων, της πανεπιστημιακής κοινότητας κ.ά., οργάνου επιφορτισμένου με τον εκσυγχρονισμό του Σχεδίου, σύμφωνα με τις εκάστοτε εξελίξεις.