Στις αρχικές εφαρμογές των barcode δεν ετίθετο θέμα έμπνευσης σχετικά με το ενδεχόμενο της μετεξέλιξης των εφαρμογών τους στα, τόσο γνωστά μας σήμερα, συστήματα ιχνηλασιμότητας. Κι αυτά, όμως, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, ποιος διανοείτο την τεχνολογία της «επαυξημένης πραγματικότητας» (Augmented Reality) που τα ακολούθησε, όπου ο αγοραστής, ενόσω ζει στην πραγματικότητα του φυσικού καταστήματος, βλέποντάς την από την οθόνη του κινητού του, μαθαίνει πολύ περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν, απ’ όσες του δίνει «δια γυμνού οφθαλμού»;

Στο βιβλίο του «Where Underpants Come from» o Joe Bennett μιλά για την προέλευση προϊόντων που χρησιμοποιούμε καθημερινά, χωρίς να αναρωτιόμαστε από πού έρχονται. Πρακτικά αυτό που κάνει ο συγγραφέας είναι να ταξιδέψει αντίστροφα την πορεία που διένυσε ένα προϊόν από την πρωτογενή ύλη μέχρι να φτάσει στην κατοχή του. Με τη βοήθεια των τεχνολογιών ιχνηλασιμότητας, η ίδια διαδικασία είναι πλέον εφικτή για όλα σχεδόν τα προϊόντα που διατίθενται στις περισσότερες αγορές. Ωστόσο, ο αρχικός σκοπός των εν λόγω τεχνολογιών δεν ήταν αυτός.

Όταν το παντοπωλείο των μερικών εκατοντάδων προϊόντων μετατράπηκε σε σούπερ μάρκετ, με μερικές χιλιάδες προϊόντα, η απαραίτητη καταγραφή και καταμέτρηση σε καθημερινή βάση θα ήταν αδύνατη χωρίς το γνωστό μας barcode. Πρακτικά, η εφοδιαστική αλυσίδα, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι απόλυτα εξαρτημένη από μερικές ασήμαντες για το μέσο αγοραστή, κάθετες και μαύρες γραμμούλες ποικίλου πάχους.

Στην πορεία το barcode εξελίχθηκε και πλέον στην ίδια επιφάνεια είναι εφικτό να αποθηκευτούν περισσότερες πληροφορίες, επιτρέποντας σε παραγωγούς και αγοραστές να γνωρίζουν με μεγάλη ακρίβεια όχι μόνο την πορεία του προϊόντος, αλλά και τη συγκεκριμένη παρτίδα πρωτογενούς ύλης που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του, την ημερομηνία και την ώρα που βιομηχανοποιήθηκε και άλλα σχετικά στοιχεία.

Αρχικά η επιπλέον πληροφορία αξιοποιήθηκε για να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία από ένα ελαττωματικό και άρα εν δυνάμει επικίνδυνο προϊόν. Έμεινε, όμως, περιφραγμένη στο πλαίσιο που ορίζουμε ως εφοδιαστική αλυσίδα.

Όμως από την εμφάνιση του Internet κι έπειτα οι αγοραστές απέκτησαν εύκολα άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες, που ως τότε ήταν χρονικά απομακρυσμένες και συνήθως ανεπίκαιρες. Στο πλαίσιο αυτό, οι αγοραστές αποζητούν περισσότερη συμμετοχή σε αποφάσεις που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την υγεία τους. Έτσι, φτάσαμε σε μια εξελικτική φάση κατά την οποία δεν μας αρκεί να γνωρίζουμε ότι ένα καρότο είναι φρέσκο, αλλά θέλουμε να ξέρουμε και σε πιο έδαφος καλλιεργήθηκε, έτσι ώστε, για παράδειγμα, να έχουμε τη βεβαιότητα ότι στη συγκεκριμένη περιοχή ο υδροφόρος ορίζοντας δεν μολύνεται από ασύμβατες βιομηχανικές δραστηριότητες με τη γεωργική καλλιέργεια.

Από το αλεύρι στον σπορέα του σιταριού
Μια από τις λύσεις για να χωρέσουμε περισσότερα πράγματα σε ένα χώρο, είναι να αυξήσουμε τις διαστάσεις του. Αυτό έγινε και με τα barcode, τα οποία από μονοδιάστατα έγιναν δισδιάστατα και μετονομάστηκαν σε QR codes. Αυτό το έκαναν πρώτοι οι Ιάπωνες το 1994, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο, ώστε το barcode να φύγει από το στενό πλαίσιο της εφοδιαστικής αλυσίδας και να γίνει εργαλείο ενημέρωσης των αγοραστών.

Σε αυτή τη μεταμόρφωση βοήθησε η εκρηκτική ανάπτυξη των smart phones, τα οποία με την ενσωματωμένη κάμερα και μια δωρεάν εφαρμογή μπορούν να γίνουν αναγνώστες QR Codes. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει ο κάτοχος της συσκευής, είναι να στρέψει την κάμερα του κινητού πάνω στο QR Code, το οποίο είναι τυπωμένο στη συσκευασία του προϊόντος ή αποτελεί τμήμα μιας έντυπης διαφήμισης, και αυτόματα στην οθόνη του κινητού του αποκαλύπτονται όλες οι πληροφορίες που ενσωματώνονται στο «μυστικό» κώδικα.

Έτσι, ξεκινώντας από ένα πακέτο αλεύρι, μπορεί να φτάσουμε στον κυρ-Θανάση που έσπειρε το στάρι και να γνωρίσουμε μέσω ενός video, τον ίδιο και τα παιδιά του, που συνεχίζουν την αγροτική παράδοση της οικογένειας.


Τι γίνεται στην πράξη;
Από 19% έως 21% είναι τα ποσοστά των κατόχων κινητών στις ΗΠΑ, που δηλώνουν ότι έχουν αξιοποιήσει QR Codes. Στην Ευρώπη τα ποσοστά κυμαίνονται λίγο χαμηλότερα. Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία. Μια από τις αιτίες που περιορίζει τη διάθεση των αγοραστών είναι η πολυπλοκότητα της διαδικασίας λήψης των πληροφοριών –πρώτα η «φωτογράφηση», κατόπιν η αναγνώριση του κώδικα από την εφαρμογή κι ύστερα η εμφάνιση της πληροφορίας.

Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι η μονόδρομη επικοινωνία. Ο αγοραστής μπορεί να δει την πληροφορία, αλλά δεν μπορεί να αλληλεπιδράσει με τον έμπορο ή τον προμηθευτή. Το ίδιο πρόβλημα επηρεάζει τον έμπορο, ο οποίος θα ήθελε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τον αγοραστή που διαβάζει το QR Code.

Σε αναμονή της επαυξημένης πραγματικότητας
Η τεχνολογία Augmented Reality (επαυξημένη πραγματικότητα) γνωρίζει μια αναγέννηση τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας κυρίως της σμίκρυνσης και της αυξημένης ισχύος των συσκευών που μπορεί να την αξιοποιήσουν, όπως τα smart phones ή τα γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας. Ο αγοραστής ζει στην πραγματικότητα του φυσικού καταστήματος, αλλά μέσα από την οθόνη του κινητού του βλέπει αυτή να εμπλουτίζεται με επιπλέον πληροφορίες, όπως η διατροφική αξία ενός κουτιού με δημητριακά, η προέλευση ενός πακέτου καφέ ή η συνδυαστική έκπτωση του προϊόντος που παρατηρεί, αν αυτό αγοραστεί μαζί με κάποιο άλλο.

Ακούγεται εύκολο αλλά δεν είναι. Γι’ αυτό δεν έχουμε ήδη δεκάδες εφαρμογές επαυξημένης πραγματικότητας. Στην Ελλάδα έχουμε δει κάποιες εφαρμογές που αφορούν κυρίως τον τομέα του πολιτισμού και τουρισμού, όπως η εφαρμογή που χρηματοδότησε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωστόσο, μιλώντας με κάποιες εταιρείες, που ειδικεύονται στη δημιουργία εφαρμογών επαυξημένης πραγματικότητας, δεν είχαμε έστω κάποιες ενδείξεις ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχουν δείξει ενδιαφέρον για την υλοποίηση κάποιου έργου, έστω πιλοτικού.

H Αgrino συνδέει τον παραγωγό με τον αγοραστή
Συζήτηση με τον κ. Κώστα Λαγιόπουλο, IT Manager της Agrino.

σελφ σέρβις: Με την προσθήκη των QR Codes στις συσκευασίες, υποστηρίζετε την γενικότερη φιλοσοφία σας για παροχή ποιοτικών προϊόντων στον αγοραστή. Πως υλοποιήσατε τη λύση αυτή και πόσο εύκολη ήταν η σύνδεσή της με τις υπάρχουσες πληροφοριακές σας υποδομές;

Κώστας Λαγιόπουλος: Δημιουργήθηκαν τα QRCodes με μία λογική με την οποία, επειδή είναι προεκτυπωμένα στις συσκευασίες, μπορούμε δυναμικά να αλλάζουμε το τι δείχνει η κάθε συγκεκριμένη διεύθυνση URL. Στη συνέχεια ανεβάσαμε στη βάση δεδομένων του site τα ονόματα των παραγωγών και τα στοιχεία των χωραφιών τους. Η δυσκολία ήταν να μαζευτούν όλα τα στίγματα GPS, να καταχωρηθούν σωστά και να γίνουν οι αντιστοιχήσεις.

σ. σ.: Η λύση που υλοποιήσατε σας δίνει τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τον πελάτη; Αν ναι, ποια είναι τα αποτελέσματα που έχετε δει μέχρι σήμερα και με πιο τρόπο αξιοποιείτε τα δεδομένα που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση;

Κ. Λ.: Δεν έχουμε προχωρήσει ως τώρα σε κάποιου είδους αλληλεπίδραση με τον πελάτη. Ίσως, όμως, είναι κάτι που θα εξετάσουμε μελλοντικά.

σ. σ.: Διαβάζουμε συχνά για τα οφέλη της επαυξημένης πραγματικότητας (Augmented Reality). Μέσω του κινητού τηλεφώνου ο αγοραστής θα «στοχεύει» ένα προϊόν και πάνω στην πραγματική του εικόνα θα εμφανίζονται ψηφιακές πληροφορίες γι’ αυτό. Θεωρείτε ότι θα είναι σύντομα εφικτή η εφαρμογή αυτών των λύσεων; Ποια θα είναι τα οφέλη τους σε σχέση με την παρούσα τεχνολογία των QR Codes;

Κ. Λ.: Διάφορες απόπειρες που έχουν γίνει γι’ άλλα προϊόντα, έγιναν με μεμονωμένες εφαρμογές από κάθε εταιρεία. Αν υπάρξει μια εφαρμογή, που θα μπορεί να υποστηρίξει πολλών κατασκευαστών τα προϊόντα, θα μπορούσε να έχει επιτυχία. Μεμονωμένα, όμως, δεν έχει μέχρι στιγμής επιτυχία. Θεωρώ ότι θα χρειαστεί καιρός για να υπάρξουν τέτοιες λύσεις, καθώς τα δεδομένα στις βάσεις δεδομένων θα είναι τεράστια.