Η αποχή από τη δημόσια επικοινωνία, στην περίπτωση ενός επιχειρηματικού, πολιτικού ή άλλης φύσεως οργανισμού, δεν επηρεάζει ένα στενό περιβάλλον, αλλά έχει επιπτώσεις στο ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό τοπίο. Χωρίς να υπονοείται πως το «χαμηλό προφίλ» δεν είναι μια θεμιτή προσέγγιση στον τρόπο με τον οποίο μια επιχείρηση ή μια προσωπικότητα αποφασίζει να διαχειριστεί την επικοινωνία της και τη δημοσιοποίηση του τρόπου σκέψης και λειτουργίας της, υπάρχουν κάποια όρια που, όταν ξεπεραστούν, οδηγούν σε φαινόμενα αδιαφάνειας.

Για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, στην περίπτωση επιχειρήσεων του κλάδου που αποτελεί το δημοσιογραφικό αντικείμενο του περιοδικού, μιλάμε για το δικαίωμα κάθε πολίτη –και καταναλωτή– να γνωρίζει τη στρατηγική της επιχείρησης, αλλά και την πορεία εφαρμογής της στους τομείς που έχουν άμεση επίπτωση στην οικονομική ζωή του τόπου και στην καθημερινότητα του καθενός μας. Ειδικότερα σήμερα, ακόμη και στις πιο «ανοιχτές» στην επικοινωνία επιχειρήσεις, διαπιστώνεται πως η κουλτούρα της δημόσιας ανταλλαγής απόψεων και διατύπωσης προβληματισμού έχει ελάχιστα… αντισώματα, ώστε να αντέξει την πίεση των δομικών αλλαγών που σημειώνονται στον κλάδο.

Οι δυσκολίες των εγχώρια δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων και οι απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, δρουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη δημόσιου διαλόγου και επικοινωνίας, ακόμη σε περιπτώσεις επιτυχημένων επιχειρήσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις προτιμούν να «μιλούν» στο κοινό για τις επιχειρηματικές τους πρωτοβουλίες και για τα οικονομικά τους αποτελέσματα μέσω δελτίων τύπου ή οργανωμένων από τις ίδιες εκδηλώσεων, σε ένα «ασφαλές» και απόλυτα ελεγχόμενο περιβάλλον.

Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να περιορίζεται ο ρόλος της δημοσιογραφίας στην ανάπτυξη δημόσιων σχέσεων των εκπροσώπων της και στην επιμέλεια δελτίων τύπου. Ακόμη και στην περίπτωση που οι δημοσιογράφοι έχουν συνείδηση του ρόλου τους και θέλουν τον υπηρετήσουν, δεν τους μένει παρά να αναζητούν, σε διαρροές και φήμες, την «κρυμμένη» είδηση. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά, που δεν είναι συγκυριακή. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι δημοσιογράφοι δεν έχουν πρόσβαση σε πληροφόρηση και εκτιμήσεις, όχι λόγω έλλειψης χρόνου των στελεχών ή στρατηγικής της επιχείρησης στο θέμα της επικοινωνίας, αλλά γιατί δεν έχουν τα αρμόδια στελέχη –και αυτό αφορά σε όλες τις βαθμίδες του οργανισμού- μια σφαιρική άποψη για την επιχείρηση, το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον και, ακόμη περισσότερο, για τον τρόπο με τον οποίο κάθε απόφαση ή συνεργασία επηρεάζει όχι μόνο το στενό εταιρικό περιβάλλον, αλλά το σύνολο της οικονομίας.

Δεν είναι άμοιρη ευθυνών η από δεκαετίες εφαρμοζόμενη πολιτική στο θέμα της παιδείας, αφού δεν προωθούσε τη δημιουργία πολύπλευρων, ικανών και με αναλυτική σκέψη προσωπικοτήτων. Αντίθετα, στόχος ήταν η εκπαίδευση πολιτών-αποδεκτών της «αλήθειας», στην επίσημη, κρατική εκδοχή της, ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, αρκεί να μπορούν να φέρουν μετρήσιμα αποτελέσματα στον οικονομικό ή τον κοινωνικό τομέα. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί η έλλειψη «θάρρους» στην έκφραση γνώμης από πολίτες που κατέχουν σημαντικά πόστα σε διαφορετικούς τομείς, αλλά και η ευκολία διατύπωσης απόψεων χωρίς επιχειρήματα.

Οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε αυτό που αρκετοί σκεπτόμενοι άνθρωποι φοβούνται: τα πάντα γύρω να γκρεμίζονται ή να μετασχηματίζονται και κάποιοι από εκείνους που θα έπρεπε να έχουν αντιληφθεί αυτή τη δραματική αλλαγή σκηνικού να εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα ενός αποτυχημένου παρελθόντος. Με άλλα λόγια, να συζητούν για την αρρώστια ενός δέντρου, και συνήθως της διπλανής αυλής, και να μην βλέπουν πως όλο το δάσος αποψιλώνεται, χωρίς να είναι βέβαιο πως στη θέση του θα μπορέσει να φυτρώσει ένα νέο.