«Η εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα μπει σε τροχιά ανάκαμψης το 2016 είναι υψηλού ρίσκου, δημιουργεί όμως ελπίδες στον κυρίαρχο πολιτικό λαϊκισμό», τονίζει ο κ. Γιώργος Αργείτης, αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, εξηγώντας, μεταξύ άλλων, ότι η συσχέτιση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της αποδόμησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις αποτελεί ένδειξη άγνοιας, ιδεοληψίας και ψυχρής εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων.

Στην έναρξη της συζήτησής μας ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας, αν συμμερίζεται την αισιοδοξία της κυβέρνησης, σχετικά με την ύπαρξη προϋποθέσεων να μπει η ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης από το 2016, κυρίως από το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Την αιτιολογούν, τάχα, μια τέτοια αισιοδοξία οι υποχρεώσεις της χώρας έναντι των πιστωτών της (μείωση δημόσιων δαπανών, προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών), σε συνδυασμό με τις αρνητικές μάλλον τάσεις στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία;

«Η ελληνική οικονομία», διαπίστωσε ο κ. Γιώργος Αργείτης, «βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και συγκυρία. Μετά από περίπου επτά χρόνια ύφεσης, δραματικής πτώσης του βιοτικού επιπέδου μας και εκτεταμένης αποεπένδυσης, καλείται να εφαρμόσει ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Οι σχεδιαστές των προγραμμάτων αυτών εναπόθεταν, από το 2010, πολλές από τις ελπίδες τους για την επιτυχία αυτής της πολιτικής στις εξωτερικές επιδόσεις της οικονομίας, δηλαδή στην πολύ σημαντική αύξηση των εξαγωγών.

Αυτό δεν έχει συμβεί –και δεν θα συμβεί–, καθώς προϋποθέτει πρώτα την ποιοτική αναδιάρθρωση και την ποσοτική επέκταση του παραγωγικού συστήματος. Επίσης, προϋποθέτει και ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον. Αλλά ούτε αυτό διαφαίνεται σήμερα. Οι προβλέψεις σχεδόν όλων των διεθνών οργανισμών για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι αισιόδοξες, ενώ αναθεωρούνται συνεχώς προς το χειρότερο. Σε μια πρόσφατη μελέτη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας τεκμηριώνεται η εκτίμηση ότι την περίοδο 2016-2020 η παγκόσμια οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με δημοσιονομικό σοκ, καθώς η δημοσιονομική πολιτική σε δεκάδες χώρες, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, θα γίνει αρκετά περιοριστική, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζεται πλέον ως νέο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας η αποεπένδυση.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει και επεκτείνει την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας ψευδαισθήσεις ότι η πολιτική αυτή μπορεί να βγάλει την ευρωζώνη από τη στασιμότητα και τον αποπληθωρισμό. Συνεχίζει να μην γίνεται αντιληπτό ότι τα δύο προαναφερόμενα φαινόμενα οφείλονται στην πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και της λιτότητας. Τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα πρέπει να υλοποιήσει ένα υφεσιακό τρίτο μνημόνιο δεν δημιουργούν προϋποθέσεις αισιοδοξίας.

Ακόμη κι αν ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας γυρίσει σε θετικό πρόσημο, είναι πολύ νωρίς να αξιολογηθεί μια τέτοια εξέλιξη ως σταθερή και διατηρήσιμη. Όσοι πιστεύουν ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών και οι διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή η περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η απελευθέρωση των αγορών, θα φέρουν ανάπτυξη, θα έλεγα ότι απλώς εκφράζουν αφενός την άγνοιά τους για τη μακρο-παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία τους. Συνολικά, η εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα μπει σε τροχιά ανάκαμψης το 2016 είναι υψηλού ρίσκου, δημιουργεί όμως ελπίδες στον κυρίαρχο πολιτικό λαϊκισμό».

Τι λέει η εμπειρική τεκμηρίωση

σελφ σέρβις: Ενόσω τα capital controls ακόμα ταλαιπωρούν την αγορά μας –το «για πόσο ακόμα, άραγε», είναι προφανώς ένα ερώτημα–, πολλοί αμφιβάλουν, αν όχι φοβούνται, ότι η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ουσιαστική αποχώρηση του Δημοσίου από αυτές όχι μόνο δεν είναι σε θέση να δώσει την απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία μας, αλλά τις καθιστά ανεξέλεγκτα ιδιοτελείς ρυθμιστές της οικονομίας σε επίπεδο επιχειρήσεων και κλάδων επιχειρήσεων. Ποια είναι η δική σας θεώρηση;

Γιώργος Αργείτης: Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών ήταν μια ακόμη προσπάθεια σταθεροποίησης της φερεγγυότητάς τους και της αξιοπιστίας τους. Η ίδια η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης δεν δημιουργεί ρευστότητα, αλλά τις προϋποθέσεις μιας πιθανής μελλοντικής αύξησης της ρευστότητας. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, για παράδειγμα, αν οι καταθέτες ανακτούσαν την εμπιστοσύνη τους και επέστρεφαν τα χρήματά τους στις τράπεζες ή αν οι τράπεζες αποκτούσαν πρόσβαση στους κύριους μηχανισμούς χρηματοδότησης από την ΕΚΤ και την αγορά χρήματος. Για να γίνουν όμως αυτά, βασική προϋπόθεση είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας συνολικά της χώρας κι όχι μόνο των τραπεζών.

Το πρόβλημα της ρευστότητας είναι αποτέλεσμα της ίδιας της κρίσης και κυρίως του τρόπου διαχείρισης της κρίσης, δηλαδή της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Και εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τη μια από αυτές, πρέπει να εφαρμόσουμε την πολιτική των προγραμμάτων προσαρμογής για να βγούμε από την οικονομική κρίση και την κρίση ρευστότητας. Σύμφωνα με την άλλη, η ασκούμενη πολιτική δημιούργησε την κρίση ρευστότητας, αφού μετέφερε τη δημοσιονομική κρίση στο τραπεζικό σύστημα, μέσω της λιτότητας και των συνεπειών αυτής στην απαξίωση των απαιτήσεων των τραπεζών (με τη δραματική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το κούρεμα των κρατικών ομολόγων) και στην αύξηση των υποχρεώσεών τους (με την εξαγωγή των καταθέσεων λόγω αβεβαιότητας). Ποια από τις δύο απόψεις είναι πιο ρεαλιστική; Τα βιώματά μας τα τελευταία χρόνια προσφέρουν εμπειρική τεκμηρίωση στη δεύτερη άποψη.

Ο τρόπος που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση και η απαξίωση της θέσης του Δημοσίου δεν συσχετίζεται άμεσα με το θέμα της ρευστότητας, αλλά κυρίως με το ότι το τραπεζικό σύστημα δύσκολα θα μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως πυλώνας ενός ευρύτερου σχεδιασμού του αναπτυξιακού μοντέλου της οικονομίας μέσω της μελλοντικής κατανομής της ρευστότητας του. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο ρόλος των συστημικών τραπεζών τα επόμενα χρόνια θα είναι αυτός ενός μηχανισμού συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε εταιρικό και κλαδικό επίπεδο, κάτι που γίνεται ήδη στη χώρα μας, αλλά θα επιταχυνθεί το επόμενο χρονικό διάστημα με τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.


Φαύλος κύκλος ύφεσης και αποσταθεροποίησης

σ. σ.: Το ασφαλιστικό, οι εργασιακές σχέσεις κι ο νέος φορολογικός νόμος αποτελούν ένα πολύ βαρύ φορτίο προαπαιτούμενων θεσμικών μεταρρυθμίσεων για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Ποιες είναι, σύμφωνα με τις αναλύσεις σας, οι άμεσες και μακροπρόθεσμες κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των μεταρρυθμίσεων –και οι συνέπειές τους αφενός σε συσχέτιση με την εμπειρία έξι ετών εφαρμογής πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και αφετέρου για την εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης; Ευσταθούν οι νουθεσίες για την αποδοχή τους ως αποτελεσματικής θεραπείας σοκ, προκειμένου να αρχίσει ν’ ανατάσσει η οικονομία, μέσω της προσέλκυσης ξένων επενδυτών;

Γ. Α.: Στις οικονομίες της αγοράς οι όροι επένδυση, επενδυτές, επενδυτικό κλίμα έχουν μια μαγεία, που δυστυχώς είναι ίδια με αυτή που συναντάμε στα παιδικά παραμύθια. Όταν κάποιος δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνουν αυτά που λέει ή δεν τον ενδιαφέρουν και πολύ οι συνέπειες, τότε απλά συνδέει τα πάντα στην οικονομία με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις. Αν όμως πράγματι ενδιαφέρεται για το μέλλον της οικονομίας και θέλει να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση για τις επενδύσεις, τότε αμέσως αντιλαμβάνεται ότι το επενδυτικό όραμα, στο όνομα του οποίου πρέπει να γίνουν μεγάλες κοινωνικές ανατροπές, έχει δύο άξονες: την απορρόφηση του ΕΣΠΑ και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Η συσχέτιση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της αποδόμησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις είναι ένδειξη άγνοιας, ιδεοληψίας και ψυχρής εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων. Και δυστυχώς η συσχέτιση αυτή αποτελεί κεντρική επιλογή και της νέας αρχιτεκτονικής οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Η άποψή μου είναι ότι δεν γίνονται κατανοητές οι συνέπειες αυτών των επιλογών, δεν αξιολογούνται υπό το πρίσμα του μακρο-αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και ειδικότερα η αύξηση της μερικής απασχόλησης και γενικά των ευέλικτων μορφών εργασίας μειώνει την αγοραστική δύναμη στην οικονομία. Η λεγόμενη «διαρθρωτική» πολιτική απορρύθμισης της αγοράς εργασίας είναι μια υφεσιακή πολιτική, δεν είναι αναπτυξιακή πολιτική, κυρίως σε μια οικονομία όπως η ελληνική, που ο ρόλος της εγχώριας δαπάνης είναι καθοριστικός για την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν μειώνονται οι μισθοί. Ο επιχειρηματίας πρέπει να ξέρει ότι όταν μειώνει τους μισθούς και όταν ανταλλάσει θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης με μερική απασχόληση, μειώνει το κόστος της επιχείρησης του, αλλά την ίδια στιγμή μειώνει και τον τζίρο και τα έσοδα της επιχείρησης. Δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και αποσταθεροποίησης. Επιπλέον, η μείωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση της μερικής απασχόλησης και το χρόνιο πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας προκάλεσαν ένα αρνητικό σοκ στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ανατρέποντας πλήρως το ισοζύγιο απαιτήσεων και υποχρεώσεων των ασφαλιστικών ταμείων. Η χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και η διατηρησιμότητα του επιπέδου ευημερίας των συνταξιούχων, σημερινών και αυριανών, είναι στόχοι μείζονος σημασίας για τη χώρα μας. Αλλά η επικείμενη μεταρρύθμιση δεν φαίνεται να στοχεύει στην επίτευξη των στόχων αυτών, παρά μόνο στην εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου Μνημονίου.

«Βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα-βιώσιμο χρέος»

σ. σ.: Για τους περισσότερους είναι φανερό ότι δεν θα επιτραπεί εντέλει στην Ελλάδα ν’ ανοίξει αυτή το κεφάλαιο «ελάφρυνση του δημόσιου χρέους», έστω κι αν η εξαετής εφαρμογή των σκληρών πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής εξόφθαλμα έδειξε ότι δεν είναι για κανένα λόγο βιώσιμο, άρα χρειάζεται γενναίο «κούρεμα». Υπάρχει εναλλακτική βιώσιμη λύση, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να τη συζητήσουν στα σοβαρά οι πιστωτές της χώρας;

Γ. Α.: Υπάρχει εναλλακτική και βιώσιμη λύση στο ζήτημα του χρέους. Αλλά η λύση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικές ιδέες από αυτές που προσδιορίζουν τον τρόπο σκέψης των δανειστών και επίσης προτάσσει τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Ευρώπης της κοινωνικής συνοχής κι όχι τα συμφέροντα των δανειστών. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχει επεξεργαστεί και προτείνει στην Ετήσια Έκθεση του 2015 ένα ρεαλιστικό μακρο- δημοσιονομικό πλαίσιο εξόδου της χώρας από την οικονομική και κοινωνική κρίση. Στο επίκεντρο της πρότασής μας είναι το πώς η οικονομία θα μπορούσε να δημιουργήσει, μέσω της απασχόλησης, τους πόρους που θα εξυπηρετήσουν με βιώσιμο τρόπο τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, με κοινωνική σταθερότητα και εθνική αξιοπρέπεια.

Έχουμε προτείνει τον επανασχεδιασμό της χρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων βάσει του άξονα «βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα-βιώσιμο χρέος». Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ενεργοποίηση μηχανισμών στήριξης και επέκτασης της απασχόλησης και των επενδύσεων, της δίκαιης και αναπτυξιακής μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος, της παραγωγικής αναδιάρθρωσης των δημόσιων δαπανών και της ουσιαστικής αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Η αύξηση των επενδύσεων θα μπορούσε να γίνει με Ρήτρα Επανεπένδυσης των τόκων ύστερα από συμφωνία με τους δανειστές. Η αύξηση της απασχόλησης θα μπορούσε να γίνει με τη θεσμοθέτηση προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης και την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας με πολύ σημαντικές θετικές δημοσιονομικές και μακροοικονομκές επιδράσεις.