Αντιμέτωπο με μια νέα πραγματικότητα βρίσκεται το οργανωμένο λιανεμπόριο, μετά την ανάδειξη της Αριστεράς στην κυβέρνηση, με τη συνεργασία του δεξιού κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Τα στελέχη του εμφανίζονται μουδιασμένα, διαπιστώνοντας ότι γενικότερα ο επιχειρηματικός κόσμος, κατά πλειονότητα όπως φαίνεται, είναι τώρα αντιμέτωπος με την αδιαφορία του να δημιουργήσει προνοητικά γέφυρες επικοινωνίας με το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι ηγεσίες του κλάδου εκφράζονται αμήχανα, κατανοώντας ότι απαιτείται κάποιος χρόνος για μια προσέγγιση ουσιαστική με τη νέα κυβέρνηση κι όχι απλώς επιπέδου δημοσίων σχέσεων. Το γεγονός, μάλιστα, πως δεν υπήρξε μέριμνα καν για δημόσιες σχέσεις, όπως λογικά θα περίμενε κανείς. κυρίως μετά τα αποτελέσματα της ευρωκάλπης, οπότε είχε φανεί η δυναμική της αμφισβήτησης της κυβέρνησης Σαμαρά, αποτελεί ακόμα ένα εμπόδιο που πρέπει γρήγορα να υπερπηδηθεί. Αλλά οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ αντιμετωπίζουν ένα πολύ μεγαλύτερο αντικειμενικό εμπόδιο στην επικοινωνία κι ακόμα περισσότερο στη διαβούλευσή τους με τη νέα κυβέρνηση: την έλλειψη συλλογικής θεσμικής εκπροσώπησης.

Για μια κυβέρνηση που δεν ευνοεί το lobbing των ιδιωτικών συμφερόντων στα γραφεία των επιτελών της, η θεσμική υπόσταση των συμφερόντων της αγοράς θα διέσωζε τα προσχήματα, τουλάχιστον, στην επαφή των μεγάλων επιχειρήσεων μαζί της, ανοίγοντας την προοπτική της οικοδόμησης σχέσεων αμοιβαίας κατανόησης των δύο πλευρών. Πιθανώς, ήρθε η ώρα οι κεφαλές του κλάδου να αποφασίσουν είτε την επεξεργασία και προώθηση ως «κλαδικών αιτημάτων» όσων αντιλαμβάνονται σαν κοινό τόπο των συμφερόντων τους, είτε να εκχωρήσουν τη σχετική αρμοδιότητα, επιμερισμένη στα αντικείμενα άλλων φορέων της αγοράς στους οποίους μπορούν να συμμετέχουν, προκειμένου να ανταποκριθούν στην απαίτηση της νέας κυβέρνησης για θεσμικές διαβουλεύσεις.

Κανένας πανικός στη ζήτηση
Σημασία έχει ότι αυτός ο νέος πονοκέφαλος, ο «απροσδόκητος» – αν και δεν δικαιολογείται ως τέτοιος για ανθρώπους της πρόβλεψης και του υπολογισμού–, ήρθε μαζί με τα αρνητικά μηνύματα σχετικά με την εξέλιξη των πωλήσεων τις πρώτες εβδομάδες του 2015, η οποία, πάντως, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας του εθνικώς και διεθνώς πολυσήμαντου χαρακτήρα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Αξιοσημείωτο σε κάθε περίπτωση είναι το ότι στις δύο κρίσιμες για τη χώρα εβδομάδες μετά τις εκλογές, μέχρι τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης (αυτό είναι το όριο όσων γνωρίζουμε, γράφοντας το ρεπορτάζ), το καταναλωτικό κοινό δεν έτρεξε στις αίθουσες των σούπερ μάρκετ να στοκάρει, για να «επιβιώσει» από τυχόν «επερχόμενη οικονομική καταστροφή». Κανένας πανικός.

Οι καταναλωτές αντέδρασαν με ψυχραιμία παρά τις σκληρές πιέσεις της «γερμανικής Ευρώπης» και των χρηματαγορών, διαψεύδοντας το ενδεχόμενο όσων πίστεψαν σε αντιδράσεις άλλων εποχών. Γνωστός παράγοντας του κλάδου, σχολιάζοντας το γεγονός, το απέδωσε «στην ωρίμαση της καταναλωτικής συνείδησης των Ελλήνων», προσθέτοντας, πάντως, ότι «αν η διαπραγμάτευση με τους εταίρους της χώρας δεν εξελιχθεί θετικά, η επόμενη μέρα για την αγορά θα είναι καθοριστική. Μετά την παγωμάρα του Δεκεμβρίου, λόγω της εσπευσμένης διαδικασίας για την εκλογή νέου ΠτΔ, που προκάλεσε πιέσεις στον τζίρο, ο Ιανουάριος, αν και προεκλογικός, κύλησε κάπως καλύτερα από το αναμενόμενο. Όμως ο κλάδος δεν θα αντέξει, αν η χώρα εισέλθει σε νέες, παρατεταμένης διάρκειας περιπέτειες», ανέφερε.

Μετριοπαθείς και απαισιόδοξοι
Αναφορικά με τις προβλέψεις για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, ο κλάδος δείχνει να είναι μοιρασμένος. Οι «μετριοπαθείς» πιστεύουν ότι η χώρα, μετά τα σκοτσέζικα ντους της τελευταίας πενταετίας, θα εξασφαλίσει μια, έστω κατά τι, καλύτερη ημέρα. Οι «απαισιόδοξοι» πιστεύουν ότι το κλίμα στην οικονομία θα χειροτερεύσει, εφόσον, όπως υποστηρίζουν, «ο όποιος βηματισμός καταφέραμε το τελευταίο διάστημα, χάθηκε. Οι μακροοικονομικοί δείκτες αρχίζουν εκ νέου να «κοκκινίζουν» με ό,τι σημαίνει αυτό για την αγορά και την κοινωνία…».

Παράγοντες του λιανεμπορίου, σχολιάζοντας τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, λένε ότι το κρίσιμο για τη χώρα δεν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά τα πρώτα βήματα της νέας κυβέρνησης, που είναι καθοριστικά για τη μετέπειτα πορεία της, σε συνδυασμό με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές-εταίρους της χώρας και τις επιδράσεις αυτών στο γενικότερο κλίμα της αγοράς. Αν κάτι τρομάζει την αγορά, είναι «ο φόβος μιας αδιέξοδης ρήξης της κυβέρνησης με τους δανειστές», που πιθανόν θα παρατείνει τον χρόνο αναμονής για μια νέα συμφωνία ή θα εξαναγκάσει την κυβέρνηση σε επιζήμιους συμβιβασμούς.

«Δεν είμαι ακόμα βέβαιος για τις κυβερνητικές προθέσεις. Οι σκληρές δηλώσεις της λειτουργούν, τάχα, ως σκόπιμα προειδοποιητικά πυρά πριν ανοίξει το κρίσιμο μέτωπο για τη διαπραγμάτευση ή απηχούν την αδιαπραγμάτευτη στάση της Αριστεράς, ανεξαρτήτως αποτελέσματος;», αναρωτήθηκε στέλεχος του κλάδου. Όπως παραδέχθηκε, για πρώτη φορά ο κόσμος του εμπορίου αδυνατεί να αξιολογήσει την κατάσταση: «Βλέπετε, δεν είχαμε άλλη φορά πολιτικούς με πυγμή απέναντι στους ξένους, που δρουν χωρίς χάσιμο χρόνου, με σχέδιο διεκδίκησης κι όχι μόνο υποχωρήσεων…».

Πάντως, δεν είναι λίγοι πια όσοι εκτιμούν ότι, αν το κυβερνητικό επιτελείο «χειριστεί ισορροπημένα τη διαπραγμάτευση», μπορεί να κερδίσει η χώρα περισσότερα απ’ όσα πέτυχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τους ανησυχεί, ωστόσο, η κυβερνητική απειρία της νέας ηγεσίας, σε συνδυασμό με τη σκληρή διαπραγματευτική στάση των εταίρων. «Θα «διαβάσουν» σωστά τα όρια των συνομιλητών τους στη διαβούλευση;», αναρωτιούνται. «Αν λείψει το μέτρο, αν το παρακάνουμε», λένε, «εμείς θα ‘χουμε το πρόβλημα, όχι οι ξένοι! Δεν υπάρχουν περιθώρια να χαθεί μια ακόμη ευκαιρία για την Ελλάδα!».

Μη διαχειρίσιμο ένα τυχόν Grexit!
Το μεγάλο άγχος των ανθρώπων της αγοράς δεν πηγάζει, μάλλον, από το αντικείμενο καθαυτό της συμφωνίας με τους δανειστές μας όσο από τον φόβο της επιστροφής της οικονομίας μας στη δραχμή. «Μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε πραγματικό σεισμό στην οικονομία! Δεν θα μπορέσουμε να τον αντιμετωπίσουμε! Οτιδήποτε άλλο το αντέχουμε σαν χώρα –πολύ περισσότερο σαν έμποροι. Το Grexit, όμως, όχι!», δηλώνεται χαρακτηριστικά.

Είναι ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι στην επικοινωνία μας με μεγάλες εταιρείες του λιανεμπορίου και της βιομηχανικής παραγωγής διαπιστώσαμε πως κάποιες εξ αυτών, μετά από σχετική εντολή των μετόχων τους, έβγαλαν από τα συρτάρια τους σενάρια αντιδράσεων σε περίπτωση εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη! «Ένα Grexit φαίνεται να είναι μη διαχειρίσιμο! Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το εύρος των συνεπειών του για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, κυρίως για τη διάρκειά τους!», μας ειπώθηκε χαρακτηριστικά.


Τα «ναι μεν, αλλά» των 751 ευρώ
Σχετικά με την κυβερνητική δέσμευση για την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, αν και οι επιχειρηματίες την αντιμετωπίζουν αποκλειστικά σαν «αύξηση του μισθολογικού κόστους», εντούτοις δηλώνουν ότι η πρώτη συνέπειά της θα είναι η αύξηση της ζήτησης και κατά συνέπεια η τόνωση της εμπορικής κίνησης και του τζίρου, η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της αγοράς, η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η βελτίωση των φορολογικών εισπράξεων του Δημοσίου και η τόνωση της ταμειακής θέσης των κύριων και επικουρικών ταμείων ασφάλισης.

Βέβαια, συμπληρώνουν, η επιστροφή των μηνιαίων απολαβών των εργαζομένων στα 751 ευρώ, ακόμη κι αν γίνει σταδιακά, θα έχει την αρνητική της διάσταση, με την έννοια ότι κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθούν οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, προκειμένου οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν το αυξημένο μισθολογικό κόστος, ενώ θα χαθούν και θέσεις εργασίας, καθώς σε ένα μέρος τους οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το αυξημένο εργασιακό κόστος, οπότε είτε θα αναγκαστούν να κλείσουν είτε θα υποχρεωθούν να περιορίσουν το προσωπικό τους.

Πάντως, σε ένα άλλο μέρος τους οι επιχειρήσεις θα αυξήσουν τις θέσεις εργασίας, προκειμένου να καλύπτουν τις παραγωγικές τους ανάγκες. Συνεπώς, το στοίχημα της νέας κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει ότι οι προσαρμογές που θα επιχειρήσει στον τομέα της εργασίας θα αυξήσουν συνολικά την απασχόληση, ότι δηλαδή οι θέσεις εργασίας που πιθανώς θα χαθούν θα είναι σαφώς λιγότερες απ’ όσες δημιουργηθούν και ότι θα ανακοπεί η αύξηση της «μαύρης» εργασίας.

Σύμφωνα με ανώτατα στελέχη του λιανεμπορίου, όποιες κι αν είναι τελικά οι αποφάσεις της κυβέρνησης, η υλοποίησή τους πρέπει να κλιμακωθεί σε βάθος χρόνου, ώστε να υπάρξει ικανός χρόνος για τη σταδιακή προσαρμογή της αγοράς. Χαρακτηριστικά γνωστός παράγοντας του κλάδου μας δήλωσε: «Αν κάποια επιχείρηση όχι μόνο επιβίωσε οικονομικά, πληρώνοντας το προσωπικό της με μισθούς της τάξης των 580 ευρώ τον μήνα, αλλά έχει καταφέρει, στο μεταξύ, ν’ αναπτυχθεί κιόλας, είναι φανερό πως έχει καταχραστεί τη δύναμή της εις βάρος του προσωπικού της και από αυτή την άποψη κακώς έχει επιβιώσει!

Άλλο τόσο είναι φανερό, όμως, ότι θα μπορεί να τα καταφέρνει κι όταν επαναφέρει τους κατώτατους μισθούς στα 751 ευρώ!». Ζήτησε, πάντως, για την εισαγωγή κάθε νέου μέτρου στα εργασιακά δικαιώματα να προηγείται διαβούλευση της κυβέρνησης με τους φορείς της αγοράς, ώστε να διασφαλίζεται από κοινού η καλύτερη δυνατή απόδοση των μέτρων προς όφελος της οικονομίας.

Όχι στην ολική επαναφορά των δικαιωμάτων της εργασίας
Τις επιχειρήσεις του κλάδου φαίνεται, πάντως, ότι τις απασχολεί περισσότερο η επαναφορά των δικαιωμάτων σε ό,τι αφορά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας: «Η ανησυχία δεν πηγάζει γενικώς από την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος δικαιωμάτων, αλλά από το περιεχόμενο που τυχόν θα λάβουν οι νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Από την απλή επαναφορά των θεσμών υπάρχουν μεν συνέπειες, αλλά είναι διαχειρίσιμες.

Αν, όμως, αναστηθούν οι παλιές συμβάσεις, επαναφέροντας αναδρομικά τις διετίες και τριετίες από τότε που πάγωσαν, όπως και τα επιδόματα, είναι πολύ πιθανό η αγορά να μην αντέξει το βάρος των νέων υποχρεώσεων. Μια τριετία, για παράδειγμα, θα σήμαινε μισθολογικές αυξήσεις 3% έως 5%, ενώ μια πλήρης επαναφορά των συμβάσεων ανοίγει και ζητήματα οικογενειακών επιδομάτων, προσαυξήσεων για συγκεκριμένες ειδικότητες κά.

Μόνο μέσα από μια επαναδιαπραγμάτευση εργοδοτών και εργαζομένων θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια win-win συμφωνία», αναφέρει παράγοντας του κλάδου, προσθέτοντας: «Το σωματείο του κλάδου είναι συζητήσιμο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πράγμα που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο…».

Το γιγάντιο χαρτοφυλάκιο ευθυνών του υπέρ-υπουργού
Ένα τελευταίο ζήτημα που δημιουργεί ανησυχίες στην αγορά σχετίζεται με τις υπεραυξημένες αρμοδιότητες του υπουργού Οικονομίας, καθώς πέρα από τα ζητήματα της αγοράς στο σύνολό της, την ευθύνη για τα οποία φέρει πλέον αυτός, διαχειρίζεται επίσης και τους επίσης εξαιρετικά σύνθετους τομείς των υποδομών, της ναυτιλίας και του τουρισμού. Όπως σχολιάζουν στελέχη της αγοράς, «ένα γιγάντιο χαρτοφυλάκιο ευθυνών, όπως αυτό, εξαιρετικά δύσκολο να διευθετηθεί υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου, δημιουργεί προβληματισμό. Θα τα καταφέρει στο έργο του, χωρίς κενά και παραλήψεις;»