Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθεί ο κλάδος των τροφίμων τις εξελίξεις στην εσωτερική αγορά, οι οποίες διαμορφώνουν τις προοπτικές ανάπτυξής του, και αφορούν στη συνεχιζόμενη ύφεση, τα θετικά μεγέθη της τουριστικής κίνησης αλλά και τα εναλλασσόμενα πρόσημα των εξαγωγών. Σε αυτό το περιβάλλον, μια σειρά επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν δείξει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στις επιπτώσεις της κρίσης, προσβλέπουν στις εξαγωγές ως μια σημαντική αναπτυξιακή ευκαιρία.

Πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα τροφίμων, προσβλέπουν στις εξαγωγές πολύ περισσότερο από ό,τι στην εσωτερική αγορά για να βελτιώσουν τα αποτελέσματά τους. Στόχος τους, βέβαια, παραμένει το να κρατήσουν το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο στην Ελλάδα. Από εκεί και πέρα, την επιπλέον ανάπτυξη ευελπιστούν να την «εισπράξουν» από τις εξαγωγές ή από το catering και τη χονδρική αγορά, που έχει ως τελικό αποδέκτη, μεταξύ άλλων, και τις τουριστικές επιχειρήσεις κάθε είδους. Γεγονός είναι, βέβαια, ότι σε αρκετές περιπτώσεις η διεύρυνση των εξαγωγών δεν έχει σταθεί δυνατή να αντισταθμίσει τις μεγάλες απώλειες από την εγχώρια αγορά, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται και από εντάσεις στη συνεργασία μεταξύ λιανεμπόρων και προμηθευτών. Βασικά πεδία προστριβής εξακολουθούν να είναι αυτά των πληρωμών και της αύξησης του μεριδίου των προϊόντων μάρκας λιανεμπόρου εις βάρος των αντίστοιχων προϊόντων μάρκας προμηθευτή. Όπως δηλώνουν εκπρόσωποι της αγοράς, «η, εν πολλοίς αναπόφευκτη, ανάπτυξη των PL προκάλεσε ζημιά στα επώνυμα προϊόντα, εξανεμίζοντας επενδύσεις δεκαετιών».

Προτεραιότητα οι εξαγωγές
Μεταξύ των επιχειρήσεων που δίνουν μεγάλη βαρύτητα στις εξαγωγές συγκαταλέγεται η γαλακτοβιομηχανία ΜΕΒΓΑΛ, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει κάθε έτος ολοένα και μεγαλύτερο τζίρο από τις διεθνείς πωλήσεις, εισερχόμενη σε νέες αγορές και «ρίχνοντας» στην αγορά νέα προϊόντα. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΜΕΒΓΑΛ, κ. Πέτρος Παπαδάκης, η εταιρεία είναι αυτή τη στιγμή παρούσα εξαγωγικά σε 32 χώρες και φέτος εισήλθε για πρώτη φορά και στην αγορά της Σερβίας. «Κάθε χρόνο οι εξαγωγές μας κινούνται ανοδικά και διευρύνουν το μερίδιό τους επί του συνολικού τζίρου της επιχείρησης. Το τελευταίο χρονικό διάστημα ο μεγάλος «πρωταγωνιστής» των εξαγωγών μας είναι το στραγγιστό γιαούρτι και το γιαούρτι εν γένει, το οποίο, ως γνωστόν, έχει βρει πρόσφορο έδαφος στις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου. Ιδιαίτερα το στραγγιστό, πετυχαίνει κάθε χρόνο διψήφια ποσοστά αύξησης των πωλήσεων του εκτός Ελλάδος, με συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες. Η ΜΕΒΓΑΛ στο στραγγιστό γιαούρτι αναπτύσσει και υιοθετεί στην παραγωγή της και πρωτοποριακές τεχνικές, από τις οποίες προκύπτουν προϊόντα όπως για παράδειγμα το ελληνικό στραγγιστό γιαούρτι χωρίς λακτόζη, που λάνσαρε στις αγορές της Ιταλίας, Σουηδίας και Νορβηγίας, ενώ έπονται και άλλες χώρες», υπογραμμίζει ο κ. Παπαδάκης.

Κομβικής σημασίας είναι η ανάγκη, τόσο οι εγχώριες βιομηχανίες, όσο και η ίδια η Πολιτεία από την πλευρά της, να διαφυλάξουν και να περιφρουρήσουν την μοναδικότητα προϊόντων, όπως το στραγγιστό γιαούρτι, καθώς ανήκει σε εκείνα τα τρόφιμα, τα οποία αποτελούν τους «πρεσβευτές» της παραγωγής τροφίμων της χώρας στις αγορές του εξωτερικού και, βέβαια, στόχο εκμετάλλευσης από πολλούς ξένους ανταγωνιστές, τονίζει ο κ. Παπαδάκης. Ωστόσο, οι επιδόσεις της χώρας, κυρίως στο κομμάτι των εξαγωγών αγροτοδιατροφικών προϊόντων επηρεάζονται και από αστάθμητους παράγοντες, όπως η πορεία της πρωτογενούς παραγωγής. «Φέτος αρκετά ελληνικά αγροτικά προϊόντα δεν έχουν ικανοποιητική πορεία στις διεθνείς αγορές, αφού επηρεάστηκαν πάρα πολύ από την μικρή παραγωγή τους στη χώρα μας, λόγω κακών καιρικών συνθηκών», τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος της βιομηχανίας τροφίμων Royal Τσατσούλης ΑΕ, κ. Άγγελος Τσατσούλης.

«Ωστόσο, υπάρχουν κάποια άλλα είδη, όπως για παράδειγμα η ελιά, τα οποία παρουσιάζοντας μία αξιόλογη εγχώρια παραγωγή, καταγράφουν και μία αξιοζήλευτη εξαγωγική παρουσία. Είναι σαφές, όμως, πως οι εξαγωγές τροφίμων, ειδικά όταν η παραγωγή εξαρτάται και από τις καιρικές συνθήκες, μπορεί να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά». Πάντως, οι εξαγωγές «σώζουν» σε μεγάλο βαθμό τον κλάδο, ενώ κατά τον κ. Τσατσούλη, οι επιχειρήσεις των τροφίμων, έστω και υπό την πίεση της κρίσης, κατάφεραν να ανοίξουν νέες αγορές και να αποκτούν σταδιακά εξαγωγική κουλτούρα και τεχνογνωσία. «Στην εσωτερική αγορά», σημειώνει, ο ίδιος, «με δεδομένη την ανάπτυξη των PL και τα φαινόμενα καθυστερήσεων πληρωμών, δεν διαπιστώνεται κάποια αξιόλογη αλλαγή κλίματος.

Μετά το καλοκαίρι…
Το μεγάλο όφελος της βιομηχανίας τροφίμων από τη συνεχή αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια, υπογραμμίζει και ο Πρόεδρος της εταιρείας Νεφελούδης Food Additives, κ. Θαλής Νεφελούδης. «Οι επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων είναι σήμερα σε καλύτερη μοίρα, σε σχέση, τόσο με πέρσι, όσο και με πρόπερσι. Κάθε χρονιά είναι καλύτερη από το 2012 και μετά, και ο τουρισμός έχει παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή την ανάκαμψη. Βέβαια, είναι προφανές πως ο επιπλέον αυτός τζίρος έχει απορροφηθεί κυρίως από τις μεγάλες βιομηχανίες, οι οποίες έχουν ισχυρά επώνυμα σήματα στο χαρτοφυλάκιο τους», δηλώνει σχετικά. «Αν λάβουμε υπόψη μας μόνο τους εγχώριους καταναλωτές και εξετάσουμε την περίοδο μετά το καλοκαίρι, οπότε τα μεγέθη πολλών επιχειρήσεων κινήθηκαν ανοδικά», τονίζει ο κ. Τσατσούλης, «μόνο η περίοδος των εορτών έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αυξάνονται οι πωλήσεις», και συνεχίζει λέγοντας πως «στο πεδίο των εξαγωγών τα ελληνικά τρόφιμα είναι θελκτικά, λόγω και της ποιότητας που ενσωματώνουν, αλλά και επειδή τα τιμολόγιά τους είναι ανταγωνιστικά».

Θετικά σημάδια σταθερότητας
«Οι επιχειρήσεις του κλάδου καταγράφουν σταθεροποίηση των μεγεθών τους σε σχέση με προηγούμενες χρήσεις και σίγουρα τα αποτελέσματα είναι πολύ καλύτερα από ότι στο παρελθόν, καθώς εφαρμόζονται πλέον σφιχτά και προσαρμοσμένα στη σημερινή πραγματικότητα της χώρας επιχειρησιακά σχέδια. Η σταδιακή υπέρβαση των χρηματοοικονομικών αρρυθμιών, συνεπεία της κρίσης, θα σημάνει βαθμιαία και ένα σαφώς καλύτερο μέλλον για τον κλάδο των τροφίμων, ο οποίος παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της ελληνικής οικονομίας», δηλώνει ο πρόεδρος της ΜΕΒΓΑΛ. Από την πλευρά του ο κ. Τσατσούλης, συμφωνεί πως ο κλάδος των τροφίμων καταγράφει αυτή την περίοδο σταθερότητα, διανύοντας μία σεζόν, η οποία δεν είναι ούτε καλύτερη, αλλά ούτε και χειρότερη από πέρσι.

Αναφερόμενος ειδικότερα στο σημερινό τοπίο στην αγορά του λιανεμπορίου τροφίμων, ο κ. Θαλής Νεφελούδης υπογραμμίζει πως την τελευταία διετία επήλθε ένα μεγάλο «ξεκαθάρισμα», με αποτέλεσμα να έχουν παραμείνει ενεργές μόνο οι επιχειρήσεις, που διέθεταν χρηματοοικονομικές αντοχές και σχέδιο ανάπτυξης. «Η εξυγίανση λειτουργεί ευεργετικά για την περαιτέρω πορεία του κλάδου των τροφίμων σε υγιείς βάσεις», τονίζει ο ίδιος και καταλήγει λέγοντας πως «παρόλα αυτά, δεν έχει αλλάξει η αντιμετώπιση της βιομηχανίας τροφίμων από το λιανεμπόριο, αφού εξακολουθούμε να βλέπουμε καθυστερήσεις πληρωμών έως και 6 μήνες. Επιπλέον, η απαίτηση από την πλευρά των σούπερ μάρκετ για ολοένα και φθηνότερες τιμές στα προϊόντα, υποβαθμίζει την ποιότητα, κάτι που αντιλαμβάνεται ο καταναλωτής. Αυτό το γεγονός μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με την «έκρηξη» των private label, υπονομεύει την ίδια την υπόσταση των βιομηχανιών τροφίμων».

Οι προσφορές θα συνεχιστούν
Ειδικότερα για τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ, ο κ. Τσατσούλης εκτιμά πως δεν πρόκειται να κοπάσουν, καθώς οι βιομηχανίες δείχνουν ότι μπορούν να τις αντέξουν: «Προσφορές στην ένταση που παρουσιάζονται σήμερα δεν υπήρχαν πριν από την κρίση. Αυτό δεν ήταν, βέβαια, ένα υγιές φαινόμενο, ιδιαίτερα εάν εξετάσει κανείς τον τρόπο λειτουργίας άλλων αγορών, ακόμη και πολύ μεγαλύτερων από την ελληνική, όπως η γερμανική. Πλέον οι εταιρείες, προσπαθώντας να κρατήσουν τα μερίδια αγοράς τους, προβαίνουν σε σημαντικές προσφορές και δεν βλέπω αυτή η πρακτική να ανακόπτεται, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον».