Η «μέγκενη» της ύφεσης έχει περισφίξει ασφυκτικά τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου της χώρας, μηδέ του κλάδου των τροφίμων εξαιρουμένου. Όμως, οι επιπτώσεις είναι πολύ δυσμενέστερες για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ είναι εμφανής η τάση συγκεντροποίησης του κουτσουρεμένου τζίρου σε όλο και λιγότερες μεγάλες αλυσίδες του κλάδου.

Ενδεικτικά της τάσης αυτής ήταν τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το περασμένο φθινόπωρο στην έκδοσή μας «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ», σύμφωνα με τα οποία ο κύκλος εργασιών 60 αλυσίδων μειώθηκε το 2012 κατά 0,5% σε σχέση με το 2011. Όμως, οι 15 μεγαλύτερες αλυσίδες του δείγματος κατάφεραν να αυξήσουν τον τζίρο τους κατά 0,89%, ενώ οι 45 μικρότερες είχαν απώλειες της τάξης του 11,31%. Τα στοιχεία αυτά δεν αποτυπώνουν ένα συγκυριακό γεγονός, αλλά μια τάση που κυριαρχεί απόλυτα στην ελληνική αγορά την τελευταία 30ετία, χωρίς να ανακοπεί κατά τη μνημονιακή περίοδο. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς οι καταναλωτές σήμερα έχουν πολύ περισσότερους λόγους να προστρέχουν στις προσφορές των μεγάλων αλυσίδων κι οι τελευταίες άλλους τόσους να ενισχύουν περισσότερο τα προγράμματα των προσφορών τους. Άλλωστε, οι διαφημιστικές καμπάνιες των μεγάλων αλυσίδων που αγοράζουν χρόνο στα τηλεοπτικά κανάλια και χώρο στις εφημερίδες, δαπάνες οι οποίες γνωρίζουν πρωτόγνωρη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνονται αποκλειστικά στις προσφορές.

Από την άλλη πλευρά, ο καταναλωτής στρέφεται όλο και περισσότερο στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των μεγάλων αλυσίδων, ενισχύοντας και με αυτόν τον τρόπο τη συγκέντρωση του τζίρου σε λιγότερες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία από την αγορά, το μερίδιο των προϊόντων private label κινείται, στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, στο επίπεδο του 30% του συνολικού τζίρου των σούπερ μάρκετ. Εξάλλου, σύμφωνα με πρόσφατη πανελλαδική έρευνα του ΙΕΛΚΑ, περισσότεροι από 8 στους 10 καταναλωτές έχουν περιορίσει τις αγορές τους συνολικά, ενώ 3 στους 4 δηλώνουν ότι αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα. Κατά το 76% αγοράζουν φθηνότερα προϊόντα και προτιμούν τις οικονομικές συσκευασίες, ενώ κατά το 86% επιλέγουν περισσότερες προσφορές.

Οι απώλειες των λιανεμπορικών επιχειρήσεων, λόγω της κρίσης, μειώνεται κάπως από τις περικοπές των οικογενειακών εξόδων. Κατά το 77% οι καταναλωτές δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει δραστικά το «φαγητό έξω» και μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι, πράγμα που σημαίνει ότι αγοράζουν περισσότερα τρόφιμα από τα σούπερ μάρκετ. Η ροή του τζίρου προς όλο μεγαλύτερες επιχειρήσεις αποτυπώθηκε σε μελέτη του ΕΒΕΑ για τον κλάδο των τροφίμων-ποτών και καπνού που βασίστηκε στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και αναφέρεται στην προ κρίσης δεκαετία. Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΕΒΕΑ:

  • Το διάστημα 1995-1999 ο δείκτης όγκου πωλήσεων των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων (σούπερ μάρκετ) αυξήθηκε κατά 8,31%, ενώ στα μικρά εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων-ποτών-καπνού το ίδιο διάστημα καταγράφηκε πτώση 17,4%.
  • Το μεγάλο «μπουμ» για τα σούπερ μάρκετ συνέβη τη χρονική περίοδο 2001-2006, όταν ο δείκτης όγκου πωλήσεων αυξήθηκε κατά 43,74%, έναντι αύξησης 10,08% στα μικρά καταστήματα.

Το χρονικό διάστημα 2000-2008 προσδιορίζεται ως η «χρυσή εποχή» της ελληνικής οικονομίας γενικότερα και του κλάδου του λιανικού εμπορίου ειδικότερα. Η ικανοποίηση της καταναλωτικής μανίας, και δη με δανεικό χρήμα, έφτασε στο κατακόρυφο. Τη μερίδα του λέοντος την εισέπρατταν και πάλι τα μεγάλα καταστήματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ:

  • Οι λιανικές πωλήσεις στο σύνολό τους αυξήθηκαν το διάστημα αυτό κατά 40,4% σε όγκο, δηλαδή σε σταθερές τιμές.
  • Πρωταθλητής στο… αγώνισμα του καταναλωτισμού αναδείχθηκαν τα αυτοκίνητα, με τις πωλήσεις βενζίνης-λιπαντικών να αυξάνονται κατά 68%.
  • Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της διατροφής, τα σούπερ μάρκετ είδαν τις πωλήσεις τους να σημειώνουν αύξηση (σε σταθερές τιμές) 54%, ενώ ο «φτωχός συγγενής» του κλάδου –τα μικρότερα καταστήματα– εισέπραξαν μια ασήμαντη αύξηση της τάξης του 4%.
  • ίδια τάση καταγράφηκε και στα εμπορικά καταστήματα, με τα πολυκαταστήματα να κάνουν ένα άλμα κοντά στο 62% έναντι 6,8% των καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης.

Επιτάχυνση στα χρόνια της κρίσης
Στην εξαετία της κρίσης, το λιανικό εμπόριο στο σύνολό του έχασε ό,τι είχε κερδίσει την προηγούμενη οκταετία: Το 2013 ο όγκος λιανικών πωλήσεων ήταν κατά 15,4% χαμηλότερος από ότι το 2000. Από όλους τους κλάδους, μόνο τα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα κατάφεραν να περιορίσουν τη χασούρα και να συγκρατήσουν τις πωλήσεις τους (σε σταθερές τιμές) σε επίπεδα ανώτερα του 2000. Αναλυτικότερα:

  • Οι πωλήσεις των μεγάλων του εμπορίου (σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα) το 2013 ήταν κατά 9,6% και 9,8% υψηλότερες σε σχέση με το 2000.
  • Οι μικροί των δύο κλάδων (τρόφιμα-ποτά-καπνός και ένδυση- υπόδηση) βυθίστηκαν σε επίπεδα 30,2% και 39,5% χαμηλότερα σε σχέση με το 2000. Τα ποσοστά μείωσης ήταν υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο του λιανικού εμπορίου, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγάλο μέρος του απολεσθέντος τζίρου τους το καρπώθηκαν οι μεγάλοι του κλάδου.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την περίοδο της ύφεσης, ο όγκος λιανικών πωλήσεων το διάστημα 2008-2013 μειώθηκε κατά 39,7%. Μικρότερη ήταν η μείωση στα καταστήματα ειδών διατροφής (-30,9%), ενώ στους υπόλοιπους κλάδους το ποσοστό μείωσης εκτοξεύτηκε στο – 44,5% και ξεπέρασε κατά πολύ το -50% στα διαρκή αγαθά (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ), όπου το πλήγμα ήταν διπλό: πτώση αγοραστικής δύναμης και νέκρωση της οικοδομικής δραστηριότητας.

Τα «σπασμένα» της κρίσης στον κλάδο της διατροφής τα πλήρωσαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα μικρά εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων- ποτών-καπνού, όπου οι απώλειες της εξαετίας έφτασαν το -32,9%. Στα σούπερ μάρκετ το ποσοστό μείωσης διαμορφώθηκε στο -28,8%, το οποίο όμως σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στη στροφή των καταναλωτών προς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τις προσφορές. Η ίδια τάση –μέγεθος απωλειών αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους των επιχειρήσεων– παρατηρείται και στα καθαυτό εμπορικά καταστήματα. Έτσι, τα πολυκαταστήματα έχασαν το 32,1% του όγκου πωλήσεων, αλλά οι απώλειες στον εν γένει κλάδο ένδυσης και υπόδησης έφτασαν στο – 43,4%.

Η συγκέντρωση από άποψη δαπανών
Ενδιαφέρον για το πώς οι ίδιοι οι καταναλωτές ιεραρχούν τις δαπάνες τους, προκειμένου να ισοσκελίζουν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό, παρουσιάζουν τα στοιχεία για το «καλάθι της νοικοκυράς», όπως αυτά δίνονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Η ιδιαιτερότητα αυτών των στοιχείων είναι ότι προέρχονται από τους ίδιους τους καταναλωτές και αφορούν στο σύνολο των δαπανών τους. Μετά από την επεξεργασία των στοιχείων των Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, για να μετατρέψουμε τις μηνιαίες δαπάνες σε ετήσιες και στη συνέχεια να τις αναγάγουμε στο σύνολο των νοικοκυριών της χώρας, προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

  • Το 2012 (έτος τελευταίας δημοσιευμένης Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών) τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν 81,74 δισ. ευρώ, έναντι 103,48 δισ. ευρώ το 2008. Δηλαδή, οι αγορές τους σε τρέχουσες τιμές είχαν μειωθεί κατά 21,74 δισ. ευρώ ή κατά ποσοστό -21%.
  • Οι δαπάνες του κλάδου ειδών σούπερ μάρκετ (τρόφιμα, ποτά, καπνός, είδη νοικοκυριού και είδη ατομικού ευπρεπισμού) ως οι κατεξοχήν ανελαστικές δαπάνες της οικογένειας, περικόπηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό: μειώθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ ή κατά ποσοστό 8%.

Όμως, και σε αυτόν τον κλάδο η εσωτερική κατανομή των απωλειών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Οι δαπάνες για είδη διατροφής μειώθηκαν μόνο κατά 3,3% (561 εκατ. ευρώ). Ακολουθούν οι δαπάνες για ποτά και τσιγάρα (-6,3%), στις οποίες όμως το χαμηλό ποσοστό οφείλεται κυρίως στην υπερφορολόγηση των συγκεκριμένων ειδών. Στα υπόλοιπα αναλώσιμα καταναλωτικά αγαθά, των οποίων η ζήτηση είναι πιο ελαστική, οι απώλειες ξεπέρασαν το 20%: -21,9% στα είδη οικιακής συντήρησης και -24,1% στα είδη ατομικού ευπρεπισμού.