Διευρύνεται η τάση δημιουργίας αλυσίδων παράλληλων εισαγωγών επώνυμων προϊόντων στη Βόρεια Ελλάδα. Το φαινόμενο αυτό, που αποτελεί ένα από τα καινούργια χαρακτηριστικά της εγχώριας λιανεμπορικής αγοράς την τελευταία τριετία, ανθίζει ακόμη περισσότερο, «πλαγιοκοπώντας» τα κλασικά δίκτυα σούπερ μάρκετ.

Οι αλυσίδες παράλληλων εισαγωγών βρήκανε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στο περιβάλλον της κρίσης, καθώς προσφέρουν μία σειρά από επώνυμα προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, πολλές φορές αισθητά πιο χαμηλές από τις αντίστοιχες των κλασικών σούπερ μάρκετ.
Επίσης, οι εν λόγω επιχειρήσεις σε πολλές περιπτώσεις δίνουν τη δυνατότητα σε μικρές ελληνικές βιοτεχνίες και τοπικές βιομηχανίες, κυρίως τροφίμων αλλά και ειδών οικιακής χρήσης, να τοποθετούν τα προϊόντα τους στα καταστήματά τους και να πραγματοποιούν πωλήσεις, σε τιμές που δικαιολογούν την παρουσία τους σε αυτά.

Άλλωστε, το κόστος ραφιού δεν τους επιτρέπει την είσοδο στα μεγάλα δίκτυα των σούπερ μάρκετ. Στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον μία επιχείρηση, με αυξανόμενο μερίδιο στην αγορά των παράλληλων εισαγωγών, διαθέτει private label τα οποία παράγονται εξ ολοκλήρου από την ελληνική βιοτεχνία και βιομηχανία.

Τρόπος λειτουργίας
Η μέθοδος των παράλληλων εισαγωγών χρησιμοποιεί το πλεονέκτημα της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, δηλαδή το να μπορεί ο καθένας να αγοράσει το οτιδήποτε από την οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ επιθυμεί, παρακάμπτοντας τους αντιπροσώπους και τους μεσάζοντες. Η τακτική των αλυσίδων που αξιοποιούν αυτή την πρακτική είναι ότι, διαθέτοντας υψηλή ρευστότητα, αγοράζουν επώνυμα προϊόντα από χονδρεμπόρους άλλων χωρών της ΕΕ, τα εισάγουν στην Ελλάδα και τα πωλούν μέσω καταστημάτων, που είναι είτε ιδιοκτησίας τους είτε συνεργαζόμενα με αυτές υπό κοινή επωνυμία και αισθητική ταυτότητα.

Οι ετικέτες των συσκευασιών προϊόντων που εισάγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν πληροφορίες στα ρουμάνικα, τα βουλγάρικα, τα γερμανικά, τα τσέχικα ή τα αγγλικά, ανάλογα με τη χώρα προέλευσής τους. Μια αυτοκόλλητη ετικέτα με τις απαραίτητες κατά τον νόμο πληροφορίες στην ελληνική, κολλημένη στην πίσω πλευρά της συσκευασίας, αρκεί για τη διανομή τους στην εγχώρια αγορά. Πάντως, τέτοια προϊόντα είναι αξιοσημείωτο ότι ενίοτε τα συναντά κανείς και στα ράφια των κλασικών σούπερ μάρκετ –όχι μόνο τοπικών αλυσίδων–, αλλά κατά κανόνα «χάνονται» μέσα στις δεκάδες χιλιάδες κωδικούς.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των μικρών αλυσίδων παράλληλων εισαγωγών είναι ο σχετικά περιορισμένος αριθμός του κωδικολογίου του μίγματος των ραφιών τους, που δεν υπερβαίνει μάλλον τους 800-1.000 κωδικούς. Η δράση τέτοιων καταστημάτων, η επέκταση και η μακροημέρευσή τους δεν στηρίζεται στην αδιαφορία ή την ανοχή της μεγάλης επώνυμης βιομηχανίας, κυρίως της πολυεθνικής, προϊόντα της οποίας κατακλύζουν τα ράφια όλου του λιανεμπορίου.

Πολλές φορές, λένε οι γνωρίζοντες, η μεγάλη βιομηχανία, εμμέσως πλην σαφώς, υποθάλπει τρόπον τινά, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, την ανάπτυξη τέτοιων καταστημάτων, καθώς η ύπαρξή τους «δικαιώνει» κάποια από τα επιχειρήματά τους στις διαπραγματεύσεις τους με τις μεγάλες αλυσίδες…

Νέα αλυσίδα
Σχετικά πρόσφατα δημιουργήθηκε μία ακόμη εταιρεία που δουλεύει με το σύστημα των παράλληλων εισαγωγών. Πρόκειται για την OLLA Super Market, που εγκαινίασε το πρώτο κατάστημά της στην περιοχή της Εξοχής Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, στις προθέσεις της είναι η ανάπτυξη δικτύου καταστημάτων σε περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας όπου αφθονούν τα ξενοίκιαστα καταστήματα. Πίσω από την εταιρεία, κατά τις πηγές μας, βρίσκονται Βορειοελλαδίτες επιχειρηματίες, οι οποίοι, όμως, επενδύουν πρώτη φορά στην αγορά του συγκεκριμένου κλάδου.

Το βασικό κωδικολόγιο της OLLA περιλαμβάνει γύρω στους 800-1.000 κωδικούς, προερχόμενους κατά το μείζον μέρος τους από παράλληλες εισαγωγές και από μικρές παραγωγικές ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι οι τιμές στα εισηγμένα προϊόντα, όπως τα είδαμε σε φυλλάδιο της εταιρείας στα τέλη του Μαΐου), ειδικά στα είδη καθαρισμού σπιτιού, προσωπικής υγιεινής και στα απορρυπαντικά, είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές.

Πιο αμβλυμένη η εντύπωση για τις τιμές της, συγκριτικά με τις μεγάλες αλυσίδες, είναι στα τρόφιμα-ποτά, όπου έτσι ή αλλιώς ο ανταγωνισμός σε τιμές και προσφορές είναι εντονότατος σε όλο το φάσμα της λιανεμπορικής αγοράς. Τα μεμονωμένα αυτά καταστήματα ανά περιοχή, δουλεύοντας με πολύ ελκυστική πολιτική τιμών, καταφέρνουν να αποσπούν σημαντικά μερίδια αγοράς σε τοπικό επίπεδο, που επιτρέπουν να δημιουργούνται φιλοδοξίες επέκτασης, έστω και χωρίς το πλεονέκτημα των οικονομιών κλίμακας που απολαμβάνουν τα μεγάλα δίκτυα.

O ανταγωνισμός
Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί η πιθανότατα παλιότερη αλυσίδα, που κάνει παράλληλες εισαγωγές. Πρόκειται για τη 3Β Markets, που ανήκει στη Βασίλαγας ΑΕ. Η τελευταία δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και εμπορία καφέ-ζάχαρης και άλλων αγροτικών προϊόντων από το 1994. Το 2006 προχώρησε στη δημιουργία δύο σούπερ μάρκετ-cash & carry –ένα στο Κάτω Σχολάρι Θεσσαλονίκης και ένα στο Καλοχώρι– και στις εισαγωγές τυποποιημένων ειδών σούπερ μάρκετ. Το 2012 εγκαινίασε δύο νέα καταστήματα στην περιοχή του Φοίνικα και του Καλοχωρίου, όπου διαθέτει και προϊόντα ψυγείου, μαναβικής, ακόμη και αρώματα.

Η 3Β Markets, εκτός των τεσσάρων εμπορικών μονάδων της, διαθέτει και ένα δίκτυο περίπου 35 συνεργαζόμενων καταστημάτων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, τα οποία φέρουν μεν τη σήμανση με την επωνυμία της αλυσίδας, αλλά τα διαχειρίζονται οι ιδιοκτήτες τους. Η πρόθεσή της είναι να εισέλθει στην αγορά της Αττικής, καθώς διαθέτει ιδιόκτητο οικόπεδο στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, στο οποίο προτίθεται να κατασκευάσει κατάστημα που, όπως μαθαίνουμε, προγραμματίζεται να εγκαινιαστεί εντός του 2014.

Αθροιστικά, οι επενδύσεις της Βασίλαγας για τα υπάρχοντα καταστήματά της και οι προγραμματισμένες για την επέκταση του δικτύου της φθάνουν τα 23 εκατ. ευρώ. Στη Θεσσαλονίκη εδρεύει και η ανταγωνίστριά της, με παρόμοιο μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας, η αλυσίδα DEAL, που έχει πλέον τέσσερα καταστήματα, από τα οποία τα τρία στη συμπρωτεύουσα και ένα στην Κατερίνη.

Το 2012 το όνομα της Βασίλαγας συνδέθηκε με δημοσιεύματα που την έφεραν ως έχουσα «ανοικτό» κανάλι επικοινωνίας με τον αμερικανικό κολοσσό της Wal-Mart, με θέμα… κοινές επενδύσεις(!) στην Ελλάδα, για τη σταδιακή ανάπτυξη ενός καινούργιου δικτύου μεγάλων σούπερ μάρκετ, τουλάχιστον ενός σε κάθε πρωτεύουσα νομού και πολύ περισσότερων σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου υποτίθεται σχεδιαζόταν να λειτουργήσει το πρώτο υπέρ μάρκετ και είχε δοθεί προκαταβολή για την απόκτηση ενός εξαιρετικά προνομιακού ακινήτου στην ανατολική πλευρά της πόλης.

Το σενάριο, μάλιστα, έδινε λεπτομερείς πληροφορίες για τις logistics υποδομές της νέας εταιρείας (αξιοποίηση των αποθηκευτικών εγκαταστάσεων εταιρειών third-party Logistics, που η κρίση τους έχει αποστερήσει αντικείμενο δραστηριότητας). Η δυσπιστία τότε του εμπορικού κόσμου, αν όχι οι καγχασμοί, σχετικά με τη συνεργασία δύο εταιρικών σχημάτων που βρίσκονται στα αντίθετα όρια της κλίμακας μεγεθών διεθνών και εθνικών επιχειρήσεων, εκ των πραγμάτων τεκμαίρεται πλέον ως εύλογη πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Πάντως, η Wal-Mart είναι γνωστό ότι εκδηλώνει το ενδιαφέρον της, θεωρητικώς τουλάχιστον, για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Τουρκία..