Τίποτα δεν δικαιολογεί την αισιοδοξία για σταθεροποίηση της αγοράς, εφόσον τα εισοδήματα των νοικοκυριών εξακολουθούν να συρρικνώνονται, τονίζει ο κ. Χρίστος Παπαθεοδώρου, καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επιστημονικός υπεύθυνος της μονάδας Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με ερευνητικά ενδιαφέροντα την πολιτική οικονομία της κοινωνικής πολιτικής, την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Τα τρόφιμα και εν γένει τα βασικά είδη καθημερινής χρήσης που διαθέτει το σούπερ μάρκετ ως ανελαστικής ζήτησης αγαθά είναι τα τελευταία που περιορίζει ένα νοικοκυριό. Γενικότερα, ένα νοικοκυριό συνηθισμένο να ζει βάσει ενός συγκεκριμένου καταναλωτικού προτύπου, προσπαθεί να το διατηρήσει με κάθε τρόπο, ειδικά σε ό,τι αφορά τα βασικά είδη της καθημερινής του αναπαραγωγής, αρχικά περιορίζοντας τις δαπάνες του στα λεγόμενα «πολυτελή αγαθά», κατόπιν στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, εν συνεχεία στα είδη ρουχισμού κλπ.

Στο ίδιο πλαίσιο της αλλαγής των προτεραιοτήτων του, επηρεάζονται και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων που επιλέγει. «Όταν η μείωση των εισοδημάτων επηρεάζει σημαντικά τις συνολικές δαπάνες για τρόφιμα, μιλούμε για σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών και για φαινόμενα φτωχοποίησης και εξαθλίωσης», λέει ο συνομιλητής μας.

Φτωχοποίηση: Η αποτίμηση του δράματος
σελφ σέρβις: Τι ακριβώς ορίζει τη φτωχοποίηση, ποιο είναι σήμερα το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα μας και πώς διαμορφώνεται ο σχετικός δείκτης;

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Ως φτωχοποίηση μπορούμε καταχρηστικά να χαρακτηρίζουμε τη σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου τμημάτων του πληθυσμού, με συνήθως χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα, ουσιαστικά δηλαδή για τα νοικοκυριά με υψηλή ροπή προς κατανάλωση. Για παράδειγμα, ένα τυπικό τετραμελές νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 2.000 ευρώ έχει υψηλή ροπή προς κατανάλωση, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του καταναλώνεται άμεσα.

Έτσι, όταν το εισόδημά του μειωθεί πχ κατά 40%, το αντίστοιχο ποσό αφαιρείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την αγορά βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Αντίθετα, η ίδια ποσοστιαία μείωση στο εισόδημα ενός νοικοκυριού με σχετικά υψηλό εισόδημα, λχ με μηνιαίο εισόδημα 10.000 ευρώ και άνω, θα επηρεάσει κυρίως τις αποταμιεύσεις και την κατανάλωση πολυτελών αγαθών και όχι τόσο την κατανάλωση βασικών αγαθών καθημερινής χρήσης.

Στην πρώτη περίπτωση επηρεάζεται κυρίως η λιανική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των σούπερ μάρκετ, ενώ στη δεύτερη οι καταθέσεις, η αγορά ειδών πολυτελείας κοκ. Τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat για τις συνθήκες διαβίωσης και τα εισοδήματα των νοικοκυριών στην Ελλάδα και την ΕΕ παρήχθησαν από τα δεδομένα που συλλέχτηκαν το 2011 και αφορούν στα εισοδήματα του 2010 [σ.σ.: Η συνέντευξη έγινε λίγες ημέρες πριν τη δημοσιοποίηση της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2011].

Το 2010 οι επιπτώσεις της ύφεσης και των πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας ήταν σχετικά ανώδυνες, συγκριτικά με τις δραματικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και την αλματώδη αύξηση στα ποσοστά ανεργίας των επόμενων ετών. Ήδη όμως στα στοιχεία του 2010 αποτυπώνονται συγκεκριμένες τάσεις.

Η Έρευνα των Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει μια σημαντική μείωση της πραγματικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών από το 2008. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις σε ένα χρόνο (το 2010 σε σύγκριση με το 2009) η μείωση αυτή ήταν 9,3%! Στο ίδιο πλαίσιο, είναι ενδεικτική και η μετατόπιση των δαπανών από την αναψυχή, τις διακοπές, την ένδυση κλπ προς τα πιο βασικά αγαθά για την επιβίωση του νοικοκυριού, όπως τα είδη διατροφής.

Είναι γνωστό ότι η αύξηση του μεριδίου των δαπανών του νοικοκυριού για τρόφιμα και στέγαση αποτελεί ισχυρή ένδειξη της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της μείωσης του βιοτικού επιπέδου. Σημειωτέον ότι η αύξηση του μεριδίου των δαπανών για είδη διατροφής συνοδεύεται από ταυτόχρονη μείωση του αντίστοιχου απόλυτου ποσού.

Σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμε-νο δείκτη σχετικής φτώχειας της Eurostat, το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος των κατοίκων μιας χώρας. Στην Ελλάδα, λοιπόν, η φτώχεια επιδεινώθηκε από 20,1% το 2009 σε 21,4% το 2010 (δηλ. πλέον του ενός στους πέντε Έλληνες ήταν φτωχοί). Όμως, ο δείκτης αυτός δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, επειδή εμφανίζει τάση μείωσης όταν μειώνονται τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010.

Πράγματι, σε τρέχουσες τιμές το 2009 το όριο της φτώχειας ενός μονομελούς νοικοκυριού αντιστοιχούσε σε μηνιαίο εισόδημα 598 ευρώ, αλλά το 2010 μειώθηκε στα 549 ευρώ! Αυτό μόνο καταδεικνύει τη σημαντική μείωση των μεσαίων εισοδημάτων σε ένα μόλις έτος! Φαντάζεστε τι θα δείξουν τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2011 και μετά, σχετικά με την συρρίκνωση των μεσαίων εισοδημάτων.

Η χρήση ενός διαχρονικά σταθερού –σε όρους αγοραστικής δύναμης– δείκτη φτώχειας είναι καταλληλότερος δείκτης για την αποτύπωση των αλλαγών στο επίπεδο διαβίωσης. Χρησιμοποιώντας ως τέτοιο δείκτη το όριο φτώχειας της έρευνας του 2005, διαπιστώνουμε σημαντική διαχρονική αύξηση της φτώχειας από 16,4% το 2008 σε 22,9% το 2010!

Επισημαίνω ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε έχουμε συγκρίσιμα στοιχεία σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σχετικής φτώχειας. Μάλιστα, εμφανίζει το υψηλότερο μέσο ποσοστό φτώχειας της περιόδου 1995-2010 στην ΕΕ των 15 παλαιότερων μελών.


Χωρίς κοινωνική προστασία
σελφ σέρβις: Πάντως, και στις προ μνημονίων εποχές ο δείκτης της φτώχειας στην Ελλάδα ήταν υψηλός. Πού οφείλεται αυτό;

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Στην κυρίαρχη ρητορεία υποστηρίζεται ότι το υψηλό επίπεδο της φτώχειας στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στα χαμηλά εισοδήματα που παράγονται στην αγορά. Όμως, τα επίσημα δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. Τα υψηλά ποσοστά σχετικής φτώχειας στη χώρα αντανακλούν κυρίως την αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Πράγματι, εάν από τα εισοδήματα των νοικοκυριών αφαιρέσουμε τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή τις συντάξεις και τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα σε χρήμα (όπως οικογενειακά, ανεργίας, στέγασης κλπ), διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα δεν διαφοροποιείται σημαντικά από το αντίστοιχο των άλλων χωρών της ΕΕ. Όταν, όμως, προστίθενται στα εισοδήματα οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, η φτώχεια στην Ελλάδα μειώνεται πολύ λιγότερο απ’ ότι στις άλλες χώρες της ΕΕ.

Στην Ελλάδα καταγράφεται διαχρονικά πολύ χαμηλή επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη φτώχεια. Το υψηλό ποσοστό φτώχειας στη χώρα μας είναι αποτέλεσμα κυρίως της χαμηλής αναδιανεμητικής επίδρασης των λοιπών (εκτός συντάξεων) κοινωνικών μεταβιβάσεων. Ενδεικτικά, το 2010 η μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα λόγω της παροχής των συγκεκριμένων επιδομάτων ήταν μόλις 3,4 ποσοστιαίες μονάδες όταν στις περισσότερες χώρες της ΕΕ-15 η αντίστοιχη μείωση ξεπερνούσε τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Η επίδραση αυτή είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ-15. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη τόσο για την αύξηση των εν λόγω μεταβιβάσεων (οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι χαμηλότερες του μέσου όρου της ΕΕ) όσο και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Όμως, οι πολιτικές στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, οδηγώντας σε περαιτέρω αποδυνάμωση του ρόλου των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Οι χρηματικές αυτές μεταβιβάσεις κατευθύνονται κυρίως σε νοικοκυριά με αυξημένη οριακή ροπή προς κατανάλωση, άρα οδηγούν σε αύξηση της ζήτησης για βασικά καταναλωτικά αγαθά.

Αλλά και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος ενισχύουν τη ζήτηση –είναι προφανές ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας περίθαλψης απελευθερώνει εισοδήματα υπέρ της κατανάλωσης. Επομένως, οι αυξημένες κοινωνικές δαπάνες και γενικότερα οι πολιτικές αναδιανομής δεν είναι εχθρός της αγοράς, όπως διακηρύσσει η νεοφιλελεύθερη ρητορεία, αλλά μπορεί να αποδειχθεί σημαντικός σύμμαχός της στην διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης, όπως το έχουμε δει στο παρελθόν. Ειλικρινά δεν δικαιολογείται η μη υποστήριξη της ενίσχυσης των κοινωνικών δαπανών, ιδιαιτέρως από επιχειρηματίες του οργανωμένου λιανικού εμπορίου.

Ορθόδοξη και ετερόδοξη θεώρηση
σελφ σέρβις: Συνεπώς ο δείκτης φτώχειας της Eurostat δεν δείχνει τις πραγματικές διαφορές του βιοτικού επιπέδου μεταξύ των Ευρωπαίων διαφορετικών χωρών, αλλά τις σχετικοποιεί με βάση αναφοράς το εθνικό εισοδηματικό πλαίσιο.

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Ακριβώς, τα επίσημα δεδομένα στηρίζονται σε «εθνικές γραμμές σχετικής φτώχειας», δηλαδή στον προσδιορισμό του ορίου της φτώχειας με βάση το εισόδημα της κάθε χώρας. Δεν λαμβάνονται επομένως υπόψη οι μεγάλες διαφορές στο ύψος τους μέσου εισοδήματος μεταξύ των χωρών. Χρησιμοποιώντας μία κοινή «γραμμή φτώχειας» για όλη την ΕΕ, πράγμα που το κάναμε στο Παρατηρητήριο του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, μπορούμε να αποτυπώσουμε καλύτερα τις τεράστιες διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης μεταξύ των κατοίκων της ΕΕ.

Ενδεικτικά, κάνοντας χρήση του ορίου φτώχειας της Δανίας και προσαρμόζοντας το εισόδημα της κάθε χώρας με βάση την αγοραστική του δύναμη, διαπιστώσαμε ότι το 2010 η διαφορά μεταξύ του ποσοστού του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες φτώχειας στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες και του αντίστοιχου ποσοστού στις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης είναι αρκετά υψηλότερη, σε σύγκριση με αυτή που προκύπτει όταν χρησιμοποιούνται οι «εθνικές γραμμές φτώχειας».

Το 38% των κατοίκων στην Ελλάδα και το 54% στην Πορτογαλία διαβιώνουν σε συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που διαβιώνει μόλις το 13% των φτωχότερων Δανών ή το 11% των φτωχότερων Ολλανδών. Σε χώρες, μάλιστα, όπως η Βουλγαρία κι η Ρουμανία, τα αντίστοιχα ποσοστά φτώχιας υπερβαίνουν το 80% ή και 90%!

Εννοείται ότι η επίσημη ρητορεία, στο πλαίσιο των συμβατικών οικονομικών και των πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνδέει τη φτώχεια κυρίως με την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα και όχι με το σύστημα της κοινωνικής προστασίας, που συχνά αντιμετωπίζεται ως ανασταλτικός παράγοντας της ανάπτυξης και ενοχοποιείται για τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα.


σελφ σέρβις: Για λόγους πληρότητας τούτο χρειάζεται περισσότερο σχολιασμό.

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Στον κυρίαρχο διάλογο, ενοχοποιείται γενικά ο δημόσιος τομέας και ειδικότερα οι κοινωνικές δαπάνες, που λόγω του υποτιθέμενου μεγέθους τους συμβάλουν στην διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αποσιωπάται, όμως, ότι ούτε από άποψη δημοσίων δαπανών ούτε από άποψη πλήθους υπαλλήλων υπερβαίνουμε τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-15.

Ταυτόχρονα, παραγνωρίζεται η εμπειρία των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην αντιμετώπιση της διαρθρωτικής αναποτελεσματικότητας, μέσω της αλλαγής του μάνατζμεντ, αντί της απαξίωσης των δομών και του προσωπικού τους, όπως συμβαίνει τώρα στο ελληνικό Δημόσιο. Όμως, είναι ενδεικτικό ότι οι χώρες-μέλη της ΕΕ, που με βάση τα κριτήρια της Λισαβόνας εμφανίζονται ως οι πιο επιτυχημένες, δηλαδή η Σουηδία, η Δανία κι η Φινλανδία, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλές δημόσιες δαπάνες, μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων (ιδιαίτερα στις κοινωνικές υπηρεσίες) και ένα ιδιαίτερα γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής προστασίας, που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό καθολικότητας στις παροχές.

Είναι οι ίδιες ακριβώς χώρες που εμφανίζονται πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της φτώχειας και την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής. Απεναντίας, η κυρίαρχη πολιτική προωθεί τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και την εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων στην παροχή κοινωνικών επιδομάτων κατά το πρότυπο του φιλελεύθερου-αγγλοσαξονικού μοντέλου, παρόλο που εμπειρικά κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνεται η υπεροχή και αποτελεσματικότητά του.

Παρομοίως η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με απελευθέρωση των απολύσεων, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και περαιτέρω ελαστικοποίηση της απασχόλησης, προτάσσονται ως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την ανάκαμψη της οικονομίας.

Όμως, είναι ουτοπικό να αναμένει κανείς ότι η κατάργηση μιας θέσης εργασίας με αποδοχές οριακά άνω του ορίου φτώχειας κι ο επιμερισμός της σε δύο νέες θέσεις εργασίας, με εισοδήματα κάτω από το όριο φτώχειας, θα οδηγήσει στην αναγκαία αύξηση της ζήτησης και σε ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά.

Αντιθέτως, η εχθρότητα στις αναδιανεμητικές πολιτικές εντείνει την ύφεση, ενώ η αύξηση των δημοσίων δαπανών και των κοινωνικών μεταβιβάσεων, μέσω της αυξημένης τιμής του πολλαπλασιαστή, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο πολιτικής για άμβλυνση της ύφεσης και ανάπτυξη. Συγκεκριμένες δημόσιες δαπάνες μπορούν να αυξάνουν ταχύτερα το ΑΕΠ από το χρέος, με αποτέλεσμα την μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όπως, αντίθετα, επιβεβαιώθηκε από το πρόσφατο λάθος στις εκτιμήσεις των σχετικών πολλαπλασιαστών του ΔΝΤ, η μείωση των δημοσίων δαπανών επιφέρει μεγαλύτερη μείωση στο ΑΕΠ απ’ ότι στη μείωση των χρεών.

Φτωχοί δεν είναι μόνο οι άνεργοι
σελφ σέρβις: Η συσχέτιση της φτώχειας με την ανεργία είναι προφανής. Αλλά φτωχοί δεν είναι μόνο οι άνεργοι.

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Σωστά. Η ανεργία είναι προφανώς ένας κατεξοχήν «φτωχογόνος» παράγοντας, κυρίως όταν παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις όπως σήμερα. Αλλά η φτώχεια δεν οφείλεται μόνο στην ανεργία. Από το 1995 έως το 2010, περίοδο που έχουμε συγκρίσιμα δεδομένα σε ετήσια βάση, το ποσοστό της σχετικής φτώχειας στη χώρα μας παρέμεινε διαχρονικά αμετάβλητο γύρω στο 20%-21%.

Οι γρήγοροι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης αυτής της περιόδου δεν είχαν προφανή επίδραση στη μείωσή της. Όμως, πριν την εκδήλωση της κρίσης αντίστοιχο υψηλό κίνδυνο φτώχειας με εκείνη των ανέργων εμφάνιζαν και οι αγρότες, οι μισθωτοί στον αγροτικό τομέα και οι μερικώς απασχολούμενοι. Δίνοντας έμφαση στον κίνδυνο φτώχειας, συχνά αγνοούμε τη σημασία που έχει η συμμετοχή της κάθε πληθυσμιακής ομάδας στη συνολική φτώχεια, η οποία εξαρτάται και από το μερίδιο που αντιπροσωπεύει η συγκεκριμένη ομάδα στο σύνολο του πληθυσμού.

Έτσι, περίπου 6/10 των φτωχών ζούσαν σε νοικοκυριά με υπεύθυνο εργαζόμενο. Συνολικά, περισσότερα από τα 8/10 των φτωχών ήταν μέλη νοικοκυριών με υπεύθυνο εργαζόμενο ή συνταξιούχο. Μόλις 1/20 των φτωχών ήταν μέλη νοικοκυριών με υπεύθυνο άνεργο. Η επιδείνωση, λοιπόν, των συνθηκών διαβίωσης δεν αναμένεται μόνο από την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, αλλά και από τις πολιτικές της λιτότητας, που συρρικνώνουν δραματικά τα εισοδήματα των εργαζόμενων και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.

Οι πολιτικές αυτές έχουν καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία, λόγω της μείωσης της συναθροιστικής ζήτησης, γεγονός που φρενάρει την οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Δεν υπάρχει «πάτος»…
σελφ σέρβις: Οι εκτιμήσεις ορισμένων επιχειρηματικών ιθυνόντων στη βιομηχανία και το λιανεμπόριο συγκλίνουν στο ότι κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται κάποια σταθεροποίηση της αγοράς, με την έννοια του ότι «μάλλον πιάσαμε τον πάτο, οπότε η αγοραστική συμπεριφορά στο εξής θα είναι, τουλάχιστον, προβλέψιμη». Ποιο είναι το σχόλιό σας;

Χρίστος Παπαθεοδώρου: Με εκπλήσσει αυτό που λέτε! Υπάρχει, τάχα, «πάτος» όταν τα εισοδήματα εξακολουθούν να συρρικνώνονται με αυτούς τους ρυθμούς;… Ασφαλείς προβλέψεις, δεν είναι δυνατόν να γίνουν, αφού οι εξελίξεις στον μακροοικονομικό περιβάλλον σε ορίζοντα ενός ή δύο ετών είναι αρκετά αβέβαιες και φυσικά εξαρτώνται από πολλούς αστάθμιστους παράγοντες.

Όμως, είναι σίγουρο ότι χωρίς τερματισμό των πολιτικών της λιτότητας στην ΕΕ, η περεταίρω επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών είναι αναμενόμενη. Θα έλεγα ότι οι επιχειρήσεις μάλλον πρέπει να προετοιμάζονται για συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης…

Επισημαίνω ότι ακόμα δεν έχουμε δει τις επιπτώσεις από τη κατάργηση της μετενέργειας που αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση έως και 35% κατά περίπτωση του ονομαστικού εισοδήματος από μισθούς. Επίσης, είναι βέβαιο ότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση στα εισοδήματα του 2012 θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα πραγματικά εισοδήματα, άρα στην κατανάλωση των νοικοκυριών.

Τις συνέπειες αυτών των πολιτικών θα τις βιώσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις ως δραματική μείωση των πωλήσεων πολύ πριν τα αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία γίνουν διαθέσιμα στους μελετητές. Δυστυχώς, θεωρώ ότι σε επίπεδο πολιτικής, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, έγινε ό,τι ακριβώς δεν έπρεπε να γίνει για την αντιμετώπιση της κρίσης και των επιπτώσεων που αυτή έχει στα εισοδήματα των νοικοκυριών. Δεν νομίζω λοιπόν ότι δικαιολογείται κάποια αισιοδοξία για το άμεσο μέλλον!

Εξάλλου, μην ξεχνάτε ότι η πολυδιαφημιζόμενη μερική επιτυχία της Ιρλανδίας στον περιορισμό του δημόσιου χρέους συνοδεύτηκε από αύξηση της ανεργίας και μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών…