Τρεις εκπρόσωποι του επιχειρείν και της επιστημονικής έρευνας, οι κκ Λευτέρης Χαλουλάκος, διευθύνων σύμβουλος της Mondelez Hellas, Γιώργος Μαύρος, Managing Director της MRB Hellas SA, και Λευτέρης Κιοσές, ερευνητής του ΙΕΛΚΑ, καθώς και ο κ. Βασίλης Ζαφείρης, εντεταλμένος σύμβουλος του ΣΕΒΤ, τοποθετούνται ο καθένας με τις εμπειρίες, τα στοιχεία και τις ιδέες του στις αφορμές διαλόγου που θέτει, σχετικά με την ελληνικότητα, ο Guest Editor του παρόντος τεύχους.

Κοινός τόπος στη συζήτηση και με τους τέσσερις συνομιλητές μας είναι η αναφορά σε μια ελληνικότητα ρεαλιστική, σύγχρονη, βαθιά προβληματισμένη για τον εθνικό μας βίο κι ασφαλώς στριμωγμένη και ανήσυχη στο πεδίο του ιδιωτικού βίου των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών. Έχει ιδιαίτερη αξία για την ορθή αποτίμηση των πραγμάτων να παίρνει ο καθένας τις αποστάσεις του από τον βερμπαλισμό και την ανέξοδη ευσυγκινησία, όπως τα καθαγίασε άλλοτε αυτοαναφορικά η νεοελληνική ιδεολογία κι ενίοτε τα επανεισάγει ακόμα η εμπορική επικοινωνία, διατελώντας σε…  ελληνοπρεπέστατη αμηχανία και σύγχυση… 

Κριτής της ελληνικότητας η συνεισφορά στη χώρα
Βασίλης Ζαφείρης, εντεταλμένος σύμβουλος του ΣΕΒΤ

«Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών είναι ιστορικά από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα κατέχει την πρώτη θέση στην εγχώρια βιομηχανική παραγωγή, με μερίδιο 26% επί του συνόλου της, παράγοντας ετησίως τζίρο περίπου 13 δισ. ευρώ. Από αυτά, περίπου τα 3 δισ. ευρώ προέρχονται από τις εξαγωγικές της δραστηριότητες, στις οποίες, άλλωστε, έχει τη μεγαλύτερη συμβολή στο σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας, με μερίδιο 22% στις ετήσιες εξαγωγικές επιδόσεις της, στοιχείο δηλωτικό του παραδοσιακά εξωστρεφούς χαρακτήρα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών.

Όσο για τη συμβολή της στην απασχόληση, είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς δίνει δουλειές, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε περίπου 450 χιλιάδες εργαζόμενους. Το δυναμικό της αριθμεί περί τις 1.240 μεγάλες, μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις εκ των οποίων οι 220 είναι μέλη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων. Τα μέλη του ΣΕΒΤ υπολογίζεται ότι παράγουν το 92% του συνολικού προϊόντος του κλάδου (ο μεγαλύτερος αριθμός των επιχειρήσεών του αφορά σε μικρές τοπικές βιοτεχνικές και οικοτεχνικές μονάδες παραγωγής προϊόντων διατροφής).

Έχει σημασία να τονιστεί ότι σήμερα ο όγκος πωλήσεων των ελληνικών προϊόντων, σε σχέση με τα εισαγόμενα, αυξάνεται όχι μόνο διότι, εξαιτίας της χρόνιας ύφεσης, έχουν καμφθεί οι εισαγωγές μεταποιημένων τροφίμων αλλά και γιατί η εγχώρια παραγωγή καλύπτει όλη την ποικιλία των βασικών ειδών διατροφής.Δεν τίθεται θέμα καν προς κρίση Περίπου το 15% του συνολικού κλαδικού δυναμικού αφορά σε επιχειρήσεις στηριγμένες σε ξένα επενδυτικά κεφάλαια, που δραστηριοποιούνται και παράγουν στην ελληνική επικράτεια, συνεπώς δεν μπορεί παρά να θεωρούνται ελληνικές, εφόσον στηρίζουν την εγχώρια απασχόληση σε όλη την κλίμακα των ειδικεύσεων του εργατικού δυναμικού, καταβάλλουν φόρους στο ελληνικό κράτος και συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Με άλλα λόγια, η ελληνικότητά τους δεν τίθεται καν προς κρίση, καθώς η συνεισφορά τους στην ανάπτυξη του κλάδου και στην ελληνική οικονομία εν γένει είναι ο καλύτερος, ο πιο αντικειμενικός κριτής της αξίας τους. Μάλιστα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε έναν μεγάλο βαθμό η ισχυρή ώθηση προς εκσυγχρονισμό της γηγενούς βιομηχανίας τροφίμων και ποτών δόθηκε και εξαιτίας των ξένων επενδύσεων στον κλάδο ήδη από τη δεκαετία του ’80, οπότε ενεργοποιήθηκαν και τα εξωστρεφή αντανακλαστικά των ελληνικών βιομηχανιών, κάποιες απέκτησαν ισχυρή πρόσβαση στη διεθνή αγορά και σήμερα αισθανόμαστε περήφανοι για τα επιτεύγματά τους.

Για το τέλος κρατώ την επισήμανση ότι η βιομηχανία τροφίμων και ποτών της χώρας μας ουδέποτε ευνοήθηκε από κρατικές πολιτικές ανάπτυξης και ουδέποτε εξαρτήθηκε από την κρατική συνδρομή ως κρατικοδίαιτη. Απεναντίας, ανέκαθεν φορτωνόταν το κόστος της κρατικής γραφειοκρατίας, αιτούμενη χτες, σήμερα, πάντα: «Αφήστε μας επιτέλους να κάνουμε ανεμπόδιστα τη δουλειά μας, για το καλό του τόπου. Δεν ζητούμε τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο: ένα διοικητικό περιβάλλον διαφανές και σταθερό, για να μπορούμε να σχεδιάζουμε χωρίς προσκόμματα τη στρατηγική μας». Τουλάχιστον αυτό, εφόσον είναι μάλλον μάταιο να ζητά κανείς σήμερα, για τους ίδιους λόγους, μια κάποια σταθερότητα στο οικονομικό περιβάλλον…». 


Η ελληνικότητα δεν είναι «αυθύπαρκτη» αξία των προϊόντων
Λευτέρης Χαλουλάκος
, διευθύνων σύμβουλος της Mondelez Hellas

«Η αλήθεια είναι πως η έννοια της ελληνικότητας έχει υπερφορτωθεί από υπερβολές, που κάθε άλλο παρά τιμούν το νόημά της. Σε τελική ανάλυση, μοιάζει κάπως ανήθικο τα εθνικά σύμβολα να γίνονται το… περιτύλιγμα για την πώληση του ενός ή του άλλου προϊόντος. Λίγο υπολείπεται να ζητηθεί ο ορισμός ενός «δείκτη ελληνικότητας», που θα μετρά ποιος είναι περισσότερο Έλληνας από τον άλλο! Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα…

Η Mondelez International είναι ασφαλώς μια παγκόσμια εταιρεία. Αλλά επενδύει με πίστη στις δυνατότητες αυτής της χώρας, προσφέρει απασχόληση και υπηρετεί με σεβασμό τον Έλληνα καταναλωτή. Από την παραγωγική εγχώρια δραστηριότητα της εταιρείας μας ζουν περί τις 600 ελληνικές οικογένειες. Στο εργοστάσιο της Παυλίδης έχουν ήδη επενδυθεί περίπου 8 εκατ. ευρώ, ενώ θα επενδυθούν ακόμα 5 εκατ. ευρώ την επόμενη διετία, με γνώμονα να παραμένει βιώσιμο και ανταγωνιστικό, αν όχι να παράγει κατά ένα μέρος και προϊόντα προς εξαγωγή, εφόσον γεννιούνται τέτοιες δυνατότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση περί ελληνικότητας, όταν αντιδιαστέλλει μεταξύ τους επιχειρήσεις με συνεισφορά στην ελληνική οικονομία με μόνο κριτήριο το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, χάνει παντελώς το νόημά της.

Απεναντίας, διατηρεί στο ακέραιο την αξία της όταν το ζητούμενό της είναι η ενίσχυση και επέκταση της εγχώριας παραγωγής, με όρους ποιότητας και ανταγωνιστικότητας, η ανάδειξη των προϊόντων περισσότερων Ελλήνων τοπικών παραγωγών και η τοποθέτησή τους στη αγορά ως προϊόντων επώνυμης ζήτησης κοκ. Αλλά η εκτροπή της συζήτησης στην κουβέντα του κατά πόσο είναι ή δεν είναι ελληνική μια μπίρα ή μια σοκολάτα, που καθιερώθηκαν σαν στοιχεία της νεοελληνικής καταναλωτικής κουλτούρας, ευνοεί μάλλον τους καιροσκόπους, που αρπάζουν την ευκαιρία στη συγκυρία της κρίσης να προωθήσουν ως υπέρτατη αξία το γεγονός και μόνο ότι γεννήθηκαν σε αυτόν τον τόπο, παρά κολακεύει τη δημιουργικότητα και τον μόχθο των Ελλήνων επιχειρηματιών κι εργαζομένων…

Η πραγματικότητα ενός μύθου
Ο καταναλωτής, όμως, δεν τα τρώει πια αυτά. Όταν δημιουργείς καινούργια προϊόντα, όταν επενδύεις στην καινοτομία προσφέροντας ανανεωμένες εμπειρίες στους καταναλωτές, όταν έχεις διαφημιστική παρουσία στην καθημερινότητά τους, σε εκτιμούν. Και σε εκτιμούν ακόμα περισσότερο όταν σε συνθήκες κρίσης δεν υπολογίζεις μόνο την κερδοφορία σου αλλά επιμένεις επενδυτικά προς όφελός τους, χωρίς να κόβεις μισθούς και θέσεις εργασίας. Κι αυτά είναι πράγματα, για την καταναλωτική συμπεριφορά και διάθεση, που διαπιστώνονται από την έρευνα. Αντίθετα, πρέπει να επισημάνω ότι η θετική αντίδραση στην ελληνικότητα ως «αυθύπαρκτη» αξία των προϊόντων δεν πιστοποιείται από πουθενά! Πρόκειται μάλλον για μύθο»…


Προσοχή στην προσέγγιση του ελληνικού θυμικού
Γιώργος Μαύρος, Managing Director της MRB Hellas SA

«Η «ελληνικότητα» ήταν η έννοια την οποία μοιραία αναζητήσαμε οι Έλληνες ως βάση αλληλοκατανόησης όταν η οικονομική κρίση ξέσπασε στη χώρα μας. Με την επίκλησή της οι μεν αναζήτησαν την κατανόηση των δε και μέσω αυτού την προστασία των συμφερόντων τους στο όνομα της ελληνικότητάς τους. Αλλά κατά το γνώριμο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, η σχετική στρατηγική επικοινωνίας υλοποιήθηκε στα γρήγορα και με την πάσα ευκολία, δηλαδή με ρηχότητα και χωρίς προοπτική.  Έτσι, την ιδέα της ελληνικότητας έμεινε σήμερα να την εκφράζει κάποιο στικ πάνω στις συσκευασίες των προϊόντων, με την πληροφορία «ελληνική εταιρεία» ή «ελληνικά συστατικά». Αυτό, λοιπόν, ο Έλληνας καταναλωτής το έχει βαρεθεί, «παραφορέθηκε» για να τον αγγίζει, δεν αντανακλά κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά στη συνείδησή του. Άλλωστε, πρόκειται για κάτι που το επικαλούνται πια όλοι, άρα έχει χάσει το ενδιαφέρον και τη σημασία του. Αν κάτι τον ενδιαφέρει, ωστόσο, αυτό είναι να τον «καταλαβαίνουν», να τον «νιώθουν», δηλαδή να του συμπεριφέρονται «ελληνικά».

Απευθυνόμενοι στο θυμικό του Έλληνα
Στον βαθμό που το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων δεν περιορίζεται απλώς στην προώθηση της «ετικέτας» της ελληνικότητας, πρέπει να αποφασίσουν την κατεύθυνση της επικοινωνιακής στρατηγικής τους έχοντας υπόψιν κάποια όρια, όπως αυτά στα παραδείγματά μου: Ποιος δεν πρόσεξε το τηλεοπτικό σποτ των παπουτσιών boxer;  Ανεξαρτήτως των προθέσεων ή και του περιεχομένου του μηνύματος, οι αποδέκτες του καταναλωτές ένιωσαν συναισθήματα θλίψης. Όμως, ο Έλληνας καταναλωτής έχει ανάγκη να ξεχνά τις στεναχώριες του, δεν θέλει η θλίψη να γίνεται το κίνητρό του για την επιλογή προϊόντος, δεν θέλει να «οφείλει» να ψωνίσει κάτι επειδή ο παραγωγός του χρειάζεται υποστήριξη.

Αντιθέτως, το διαφημιστικό σποτ του καφέ Λουμίδη με τον Κώστα Βουτσά, φτιαγμένο πάνω στην ιδέα ότι εμείς οι Έλληνες στα δύσκολα ανασκουμπωνόμαστε και «βάζουμε πλάτη», εξέπεμψε μια νότα αισιοδοξίας κι ελληνικής οικειότητας, ασφαλώς περισσότερο δραστικής από την απλή πληροφορία ότι το προϊόν είναι ελληνικό. Όλοι αντιλαμβάνονται πλέον ότι χρειάζεται να απευθύνονται στο θυμικό του Έλληνα καταναλωτή αλλά το ζητούμενο είναι το πώς και σε ποια κατεύθυνση.

Από αυτή την άποψη, η έρευνα δείχνει ότι ο μέσος Έλληνας περιμένει από την επικοινωνιακή πολιτική, η οποία φιλοδοξεί να του μιλά για την ελληνικότητα, λιγότερη δραματοποίηση και μελό συγκίνηση και περισσότερο ρεαλισμό στη δημιουργία θετικής ψυχολογικής διάθεσης. Δεν θέλει ούτε τον χαβαλέ ούτε τη βαρύγδουπη ευσυγκινησία για λόγους αξιοπρέπειας, αλλά ούτε το γλυκερό ύφος. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, εφόσον συμπεριφέρονται «ελληνικά», δηλαδή προτάσσουν στα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, όπως και στην επικοινωνία τους, στοιχεία που έχουν σημασία για τον Έλληνα, αυτός παραμένει αδιάφορος ως προς την εθνικότητα των μετόχων τους. Αρκεί, βέβαια, να μην αισθανθεί ότι προκαλείται από την υπεροψία της ισχύος, που μπορεί να εκφραστεί και με αποφάσεις του τύπου «δεν με συμφέρει η παρουσία μου στην Ελλάδα, τα μαζεύω και φεύγω!»…

Η καχυποψία απέναντι στην κοινωνική υπευθυνότητα 
Σχετικά με την καχυποψία των Ελλήνων έναντι των πρωτοβουλιών κοινωνικής υπευθυνότητας, μιλώντας μεταφορικά μπορεί να πούμε με βεβαιότητα ότι σήμερα οι Έλληνες καταναλωτές εννοούν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την ιδέα ότι «το τυρί το βλέπω, τη φάκα, όμως, όχι!». Τούτο, μάλιστα, είναι τόσο έντονο, ώστε πολλές φορές για να πεισθούν οι καταναλωτές ότι «υπάρχει τυρί», η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να τους δείξει μια «εικονική φάκα» και να τους πείσει σχετικά. Στο πλαίσιο αυτό, η όποια επιχείρηση αποφασίζει σήμερα να στηρίξει τους Έλληνες, είτε είναι ελληνική είτε ξένων συμφερόντων, οφείλει να αποδεικνύει απτά το ενδιαφέρον της γι’ αυτούς, χωρίς να αφήνει αιωρούμενες υπόνοιες για τα ελατήριά της.

Στον βαθμό που τα καταφέρνει, οι Έλληνες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επιλέγουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για πολυεθνική ή ελληνική επιχείρηση. Στο ίδιο ακριβώς μέτρο μπορεί να τιμωρήσουν μια ελληνική εταιρεία που θα θεωρήσουν ότι δεν συμπεριφέρεται με κοινωνική υπευθυνότητα. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι στις σημερινές συνθήκες η διατήρηση ή η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αντίσταση στις απολύσεις και στις περικοπές αποδοχών, η δίκαιη εντέλει προς τους εργαζόμενους συμπεριφορά του εταιρικού εργοδότη, αποτελεί το πλέον πειστικό τεκμήριο σοβαρότητας για την επίδειξη κοινωνικής υπευθυνότητας».


Ο εθνοκεντρισμός έχει τιμή!
Λευτέρης Κιοσές
, ερευνητής του ΙΕΛΚΑ

«Αν τίθεται κάποια έννοια προς συζήτηση, μιλώντας για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα και για τις προθέσεις των καταναλωτών γι’ αυτές και τα προϊόντα τους, αυτή δεν είναι η «ελληνικότητα», αλλά ο «εθνοκεντρισμός». Ο εθνοκεντρισμός, λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του ατόμου και της κοινωνίας. Η ελληνικότητα, αντίθετα, είναι μια ιδιότητα, που απλώς κάποιος είτε την έχει είτε όχι. Από αυτή την άποψη, η καταναλωτική συμπεριφορά ενός ανθρώπου που έχει αυτή την ιδιότητα, μπορεί να είναι πολύ ή λιγότερο ή καθόλου εθνοκεντρική.

Ο βαθμός της «εθνοκεντρικότητας» αφορά στο κατά πόσο ενεργοποιείται σε αυτόν τον άνθρωπο όταν επιλέγει εταιρείες και προϊόντα, το κριτήριο (ή το ενδιαφέρον του) αναφορικά με την επίδραση που μπορεί να έχουν οι αποφάσεις του στην οικονομία της χώρας του, από την άποψη του αν έτσι ενισχύονται οι επενδύσεις, η απασχόληση, η παραγωγή πλούτου κοκ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του εθνοκεντρισμού είναι σαφώς ευρύτερη της ελληνικότητας, αφού η τελευταία ως εκδήλωση της καταναλωτικής συμπεριφοράς θα σήμαινε την κατ’ αποκλειστικότητα προτίμηση γηγενών προϊόντων, με ή και άνευ άλλων κριτηρίων, δηλαδή έτσι κι αλλιώς!

Αλλά κάτι τέτοιο δηλώνει μια οριακή κατάσταση «καθαρότητας», η οποία έχει αξία, πιθανώς, μόνο ως θεωρητικό όριο, αφού πρακτικά οι σύγχρονες κοινωνίες και αγορές είναι τόσο ανοικτές, ώστε αποκλείουν τις αμιγείς μορφές κάθε είδους. Αυτό οφείλει κανείς να το επισημαίνει για λόγους πληρότητας, διασώζοντας το νόημα των λέξεων από εσφαλμένες εμφάσεις, που εντέλει οδηγούν στην ασάφεια, τη σύγχυση, τη παραπλάνηση. Η κατάχρηση της «ελληνικότητας» στην εποχή μας είναι χαρακτηριστική…

Ψηλά η «χαμηλή τιμή»
Στο μέτρο, πάντως, που θα μπορούσε να επισημανθεί ότι «και ο ίδιος ο μέσος καταναλωτής είναι θύμα των λάθος εμφάσεων στις έννοιες, με τις οποίες σκέφτεται», η έρευνα μπορεί να διαβεβαιώσει ότι έτσι κι αλλιώς ο εθνοκεντρισμός στην αγοραστική συμπεριφορά του μέσου Έλληνα καταναλωτή δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, καθώς εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης «η χαμηλή τιμή» είναι ο παράγων, του ο οποίου η σημασία αυξήθηκε σημαντικά!

Από αυτή την άποψη, ο εθνοκεντρισμός είναι ασφαλώς ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την αγοραστική απόφαση αλλά δευτερευόντως. Ο καταναλωτής σκέφτεται εθνοκεντρικά στον βαθμό που τα σχετικά προϊόντα είναι φθηνότερα. Όπως δείχνουν οι έρευνές μας, οι δύο στους τρεις καταναλωτές έχουν κατά νου να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα αλλά μόνο το 36% αυτών είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω για αυτά…».