Η κρίση πλήττει τις μεταποιητικές επιχειρήσεις βιομηχανικής ντομάτας, χυμοποιημένων πορτοκαλιών, παραγωγής κομπόστας συμπύρηνου ροδάκινου, όπως άλλωστε και την πρωτογενή αγροτική παραγωγή των προϊόντων αυτών. Τα στοιχεία σχετικής έρευνας που διενήργησε η Stochasis Σύμβουλοι Επιχειρήσεων είναι αποκαλυπτικά.

Για ορισμένες αγορές τα σημάδια κόπωσης φάνηκαν ήδη το 2009, πρώτη χρονιά που η κρίση έκανε εμφανώς αισθητή την παρουσία της στη χώρα μας, ωστόσο από το 2010 και μετά το σύνολο του κλάδου υπέστη πτώση και μάλιστα σημαντική
 
Το μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκε ο τομέας της βιομηχανικής ντομάτας. Οι παραγόμενες ποσότητες μειώθηκαν κατά 21% το 2010, από 810 χιλ. τόνους το 2009 σε 640 χιλ. τόνους, και κατά 49,4% το 2011, σε 324 χιλ. τόνους. Μοιραία, πτωτικά κινήθηκε και η αξία της εγχώριας βιομηχανικής ντομάτας, η οποία από 60,8 εκατ. ευρώ που ήταν το 2009 συρρικνώθηκε κατά 15,7% στα 51,2 εκατ. ευρώ το 2010 και περαιτέρω κατά 46,2% στα 27,5 εκατ. ευρώ το 2011.

Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας, η σημαντική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής βιομηχανικής ντομάτας οφείλεται στα προβλήματα που υπήρξαν στον τομέα της μεταποίησης, στην κατάργηση της συνδεδεμένης ενίσχυσης και στη στροφή των παραγωγών σε άλλες καλλιέργειες περισσότερο προσοδοφόρες.

Σε πτώση η χυμοποίηση
Εικόνα ανάλογη με αυτή της βιομηχανικής ντομάτας παρουσιάζει η αγορά της χυμοποίησης πορτοκαλιών, όπου η παραγωγή μειώθηκε την περίοδο 2010/2011 στους 160 χιλ. τόνους από 197 χιλ. τόνους την περίοδο 2009/2010 (πτώση 18,8%) και περαιτέρω στους 140 χιλ. τόνους το 2011/2012 (πτώση 12,5% –πρόβλεψη).

Σημειώνεται ότι τις δύο τελευταίες περιόδους έχουν προωθηθεί για χυμοποίηση 57 χιλ. τόνοι πορτοκαλιών λιγότεροι. Ωστόσο, η αξία της εγχώριας παραγωγής πορτοκαλιών για χυμοποίηση αυξήθηκε κατά 21,8% την περίοδο 2010/2011, στα 9,6 εκατ. ευρώ από 7,9 εκατ. ευρώ το προηγούμενο διάστημα, ενώ πτωτικά κατά 12,5% στα 8,4 εκατ. ευρώ κινήθηκε στο διάστημα 2011/2012 (εκτίμηση βάσει στοιχείων της αγοράς).

«Εκπτώσεις» στο ροδάκινο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία της αγοράς συμπύρηνου ροδάκινου (προϊόντα τα οποία προορίζονται για μεταποίηση είτε σε κομπόστα ή χυμό είτε σε προϊόντα κατάψυξης). Ενώ η παραγωγή του παρουσιάζεται να έχει υποστεί πραγματικά μεγάλες «εκπτώσεις» ήδη
από το 2009 κι όχι από το 2010, όπως συνέβη με τις ντομάτες και τα πορτοκάλια, οι μεταποιητές φαίνεται ότι όχι μόνο άντεξαν τις πιέσεις, αλλά κατάφεραν να αυξήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την αξία της εγχώριας παραγωγής τους.

Ειδικότερα, οι παραγόμενες ποσότητες το 2009 μειώθηκαν κατά 14,3% στους 450 χιλ. τόνους από 525 χιλ. τόνους το 2008. Η πτώση συνεχίσθηκε το 2010 κατά 11,1% στους 400 χιλ. τόνους, όπως και το 2011 κατά 8,8% στους 365 χιλ. τόνους. Όμως η αξία της εγχώριας παραγωγής συμπύρηνου ροδάκινου, μετά από μια μεγάλη πτώση το 2009 κατά 43,3%, στα 48,8 εκατ. ευρώ από 86,1 εκατ. ευρώ το 2008, αυξήθηκε κατά 45,9% στα 71,2 εκατ. ευρώ το 2010 και κατά 11,4% στα 79,3 εκατ. ευρώ το 2011. Έτσι, οι μεταποιητές κατάφεραν να ανακτήσουν μεσούσης της κρίσης το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων εσόδων τους.

Σύμφωνα με την έρευνα, αλλά και από σχετικές δηλώσεις παραγόντων του κλάδου, η θετική πορεία της συγκεκριμένης αγοράς αποδίδεται στον εξορθολογισμό της παραγωγής και στη μείωση των αποθεμάτων των μεταποιητών. Σε ό,τι αφορά τους μεταποιητές συμπύρηνου ροδάκινου και το πώς αξιοποιούν τις παραγόμενες ποσότητες, από τα στοιχεία της Stochasis προκύπτει ότι ο κύριος όγκος της παραγωγής, περίπου το 50%-57%, προορίζεται για κομποστοποίηση.

Ειδικότερα, το 2011 περί τους 270 χιλ. τόνους έγιναν κομπόστα, 45 χιλ. τόνοι μεταποιήθηκαν σε χυμό και 20 χιλ. τόνοι καταψύχθηκαν. Αντίστοιχα, το 2010 περίπου 260 χιλ. τόνοι οδηγήθηκαν σε παραγωγούς κομπόστας, 110 χιλ. τόνοι χυμοποιήθηκαν και 20 χιλ. τόνοι καταψύχθηκαν. Φαίνεται μάλιστα ότι κατά την τελευταία τριετία (2009-2011) καταγράφηκε αισθητή αύξηση των ποσοτήτων ροδάκινου που προορίζονταν για κομποστοποίηση.

Σύμφωνα με τη Stochasis, στα τρία προϊόντα (ντομάτα, πορτοκάλι, ροδάκινο)  συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος της μεταποιητικής παραγωγής. Η εγχώρια αγορά υπολογίζεται σε αξία περί τα 116,4 εκατ. ευρώ (στοιχεία 2011), σημειώνοντας μείωση 10,7% σε σχέση
με το 2010, εξαιτίας κυρίως των αρνητικών εξελίξεων στον τομέα της βιομηχανικής ντομάτας, όπου καταγράφηκε, όπως είπαμε, πτώση
της τάξης του 46,3%.


Σε σταθερή πορεία
Πάντως, παρά το γεγονός ότι στο διάστημα που ακολουθεί δεν αναμένεται βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος, εκτιμάται ότι η πορεία του κλάδου στην επόμενη διετία θα διατηρηθεί σταθερή, στα επίπεδα του 2011, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν ακραία καιρικά φαινόμενα και σημαντική περαιτέρω επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

Κατά τους ερευνητές της Stochasis, η ζήτηση των προϊόντων του κλάδου καθορίζεται από την πορεία και τις προοπτικές των μεταποιητικών επιχειρήσεων, οι οποίες απορροφούν τις παραχθείσες ποσότητες, από τη ζήτηση των τελικών μεταποιημένων προϊόντων, που επηρεάζεται από τις οικονομικές συνθήκες και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, καθώς και από τις διατροφικές συνήθειες.

Οι εξαγωγικοί στόχοι
Στο μεταξύ, σημαντικές είναι οι ποσότητες των μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγές. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι η Γερμανία, για παράδειγμα, αποτελεί βασική χώρα προορισμού της κομπόστας ροδάκινου, καθώς απορροφά περίπου το 1/4 των εξαγωγών.

Το 2010 η υψηλότερη μέση τιμή προώθησης σημειώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και ήταν 1,09 ευρώ το κιλό και η χαμηλότερη στην Πολωνία, με 0,55 ευρώ το κιλό. Βασικοί εξαγωγικοί στόχοι για τους Έλληνες παραγωγούς κομπόστας ροδάκινου είναι πέραν της Γερμανίας και Πολωνίας, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Αυστρία κι η Ιταλία.Σε ό,τι αφορά τους χυμούς φρούτων, οι εισαγωγές (βάσει όγκου) προέρχονται κυρίως από τέσσερις χώρες, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ολλανδία, ενώ οι καλύτερες προοπτικές εξαγωγής, βάσει της μέσης τιμής ανά κιλό, παρουσιάζονται στην Κύπρο και στη Γαλλία. Η χαμηλότερη επίδοση παρατηρείται στην Ιταλία.

Σχετικά με τη βιομηχανική ντομάτα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ολλανδία κατευθύνεται περισσότερο από το 1/2 των εξαγωγών μας σε όγκο, με τον ανταγωνισμό για την εγχώρια παραγωγή να προέρχεται κατά βάση από την Ιταλία. Στους σημαντικότερους εξαγωγικούς στόχους περιλαμβάνονται επίσης η Γερμανία και Ιταλία, ενώ σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές μεταποιημένης ντομάτας, πέραν της Ιταλίας που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον ανταγωνισμό στην Ελλάδα ελέγχοντας το 61,6% των εισαγόμενων ποσοτήτων, εμφανίζεται ως ισχυρή δύναμη και η Γερμανία που κατέχει το 32% των εισαγωγών (σε όγκο).

Σημειώνεται επίσης ότι oι μεταποιητικές επιχειρήσεις ροδάκινου έχουν έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό. Οι εξαγωγές κομπόστας αυξήθηκαν κατά 11,4% σε όγκο και 7% σε αξία την περίοδο 2010/2009. Το εξωτερικό εμπόριο χυμών φρούτων της χώρας παρουσιάζει συνεχή βελτίωση, με τα προϊόντα όμως να προωθούνται σε σημαντικά χαμηλότερες, αλλά αυξανόμενες, τιμές από τα αντίστοιχα εισαγωγής.

Εμπορικό ισοζύγιο
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα το εμπορικό ισοζύγιο της σχετικής αγοράς, βάσει πάντα στοιχείων της έρευνας, από τα οποία γίνεται ξεκάθαρο ότι στα φρούτα η χώρα μας έχει εμπορικό πλεόνασμα, ωστόσο όμως καταγράφει έλλειμμα στα λαχανικά.

Ειδικότερα, στο διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2011 η Ελλάδα εξήγαγε 252,2 χιλ. τόνους φρούτων αξίας περίπου 245,9 εκατ. ευρώ, ενώ εισήγαγε 901,5 χιλ. τόνους αξίας 587 εκατ. ευρώ. Ανάλογη εικόνα εμφανίζει η σχέση εισαγωγών – εξαγωγών και τα δύο προηγούμενα χρόνια, με τις εξαγωγές να διατηρούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και τις εξαγωγές να εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις, κινούμενες όμως σε επίπεδα πολύ υψηλότερα των εισαγωγών.

Αντίθετα, στα λαχανικά κατά το ίδιο διάστημα του 2011 οι εισαγωγές ανήλθαν σε 307,8 χιλ. τόνους αξίας 200,4 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές περιορίσθηκαν στους 119,3 χιλ. τόνους αξίας 102 εκατ. ευρώ. Η ίδια εικόνα με πολύ μικρές διακυμάνσεις καταγράφεται και στα έτη 2008, 2009 και 2010, με το εμπορικό ισοζύγιο να διατηρείται πλεονασματικό.


Ο ξένος ανταγωνισμός
Ποια είναι, όμως, η εικόνα της εξεταζόμενης αγοράς στην Ευρώπη και ποιες χώρες, λόγω του παραγωγικού τους όγκου, επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση των συνθηκών ανταγωνισμού, άρα και των τιμών; Η έρευνα της Stochasis επικεντρώνεται στην Ιταλία, την Τουρκία και την Ισπανία, για τις οποίες αναφέρονται τα εξής:

Ιταλία: Περίπου το 80% της πρωτογενούς παραγωγής ντομάτας στην Ιταλία προωθείται για μεταποίηση. Η χώρα να καταλαμβάνει την 3η θέση στον κόσμο και την 1η στην Ευρώπη στην παραγωγή βιομηχανικής ντομάτας. Η παραγωγή της, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν παρουσιάζει έντονες μεταβολές από έτος σε έτος, με το μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης την περίοδο 2006-2011 να διαμορφώνεται στο 2,4%.

Τουρκία: Η χώρα καταλαμβάνει την 5η θέση στον κόσμο στην παραγωγή βιομηχανικής ντομάτας και την περίοδο 2006-2011 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 6% –ο μεγαλύτερος μετά την Κίνα και τη Βραζιλία. Στην Τουρκία η βιομηχανική ντομάτα καταλαμβάνει προς το παρόν χαμηλό μερίδιο στη συνολική παραγωγή ντομάτας (20% περίπου), ενώ στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 70 μεταποιητικές επιχειρήσεις.

Ισπανία: Στην Ισπανία η παραγωγή ακολουθεί φθίνουσα πορεία από το 2008 και έπειτα, με μέσο ρυθμό 8%, όταν στην Ελλάδα η αντίστοιχη πτώση ήταν 11,4%. Περίπου το 45% της ισπανικής παραγωγής προωθείται σε αγορές του εξωτερικού, με τη Γαλλία, την Πορτογαλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να αποτελούν τις βασικές χώρες προορισμού.

Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 10 μεταποιητικές επιχειρήσεις, ενώ η πτώση των τιμών στα νωπά και τα κατεψυγμένα φρούτα το 2010 μείωσε την κατανάλωση μεταποιημένων φρούτων κατά 15%.Επιστρέφοντας στα της Ελλάδας, η Stochasis επισημαίνει μια σειρά προβλημάτων για τον κλάδο που προκαλεί η κρίση, τονίζοντας ότι η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση αποτελεί ανασταλτικό παράγονται για την ανάπτυξη της αγοράς, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ζητήματα όπως η περιορισμένη ρευστότητα, οι καθυστερήσεις των εισπράξεων, καθώς και η μειωμένη ζήτηση.

Αυτοί, εξάλλου, είναι οι λόγοι για τους οποίους οι μεταποιητές παρουσιάζουν τάσεις εξορθολογισμού του όγκου της παραγωγής τους την τελευταία διετία, γεγονός που δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία για τις τιμές και τις ποσότητες που θα απορροφηθούν το 2012.

Θετική προοπτική για τον κλάδο αποτελεί ο εξωστρεφής προσανατολισμός των μεταποιητικών μονάδων, στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου οι επιχειρήσεις δρομολογούν επενδύσεις, ακολουθώντας τη στρατηγική της «κάθετης ολοκλήρωσης προς τα εμπρός», με σκοπό τον έλεγχο της παραγωγής προς αποφυγή του φαινομένου των αδιάθετων ποσοτήτων και την αύξηση της κερδοφορίας τους.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Οι ερευνητές της Stochasis, αναφερόμενοι στα «δυνατά» σημεία του κλάδου, υπογραμμίζουν την υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων, την αξιοποίηση της πρώτης ύλης για την παραγωγή προϊόντων υψηλού βαθμού διαφοροποίησης, τη λειτουργία μονάδων μεταποίησης σε κοντινές αποστάσεις από τους χώρους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων και τις ευνοϊκές εδαφο-κλιματολογικές συνθήκες.

Ως προς τα «αδύνατα» σημεία της αγοράς μας αναφέρουν τις καθυστερήσεις στις εισπράξεις, το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των απασχολούμενων στη γεωργία και την ελλιπή τεχνική υποστήριξη και καθοδήγηση των γεωργών.