Το ζήτημα της μείωσης του μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα ως προϋπόθεση για την εκταμίευση των 89 δισ. ευρώ και μέρους των 30 δισ. ευρώ, που θα διατεθούν στις τράπεζες, ετέθη με τρόπο εξευτελιστικό για την ελληνική δημοκρατία και τους Έλληνες και με κυνισμό αφόρητο για την ψυχική τους συγκρότηση.

Έχει, άραγε, σημασία η παράθεση των ήδη γνωστών, σε σχέση με τη σύνδεση εργασιακού κόστους και ανταγωνιστικότητας, και για το πού τελικά οδηγεί ο εισοδηματικός και θεσμικός εξανδραποδισμός των ελλήνων εργαζομένων; Θα αρκεστούμε σε ενδεικτικά μεγέθη κι επιχειρήματα:
– Μεταξύ 1996 και 2009 υπό συνθήκες τουλάχιστον υπερδιπλασιασμού του ΑΕΠ της χώρας, η μέση πραγματική αύξηση μισθών στον ιδιωτικό (µη τραπεζικό) τομέα ήταν της τάξης του 34% -η αντίστοιχη στο Δημόσιο ήταν 44% και στις ?ΕΚΟ 86%.

– Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1995-2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος 35 ανταγωνιστριών βιομηχανικών χωρών, αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 5%. Η αποτιμώμενη σε δολάρια αύξηση κατά 23% του σταθμισμένου μοναδιαίου κόστους εργασίας, υπολογίζεται ότι κατά το 18% οφειλόταν στις ανατιμήσεις του ευρώ και μόνο κατά το 5% στην αύξηση των μισθών. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε την περίοδο 1995-2009 κατά -26,8% εξαιτίας των αυξήσεων στους μισθούς, είναι παραπλανητικός (πηγή: Σάββας Ρομπόλης, επιστημονικός διευθυντής Ινστ. Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Τα Νέα 10.01.2012).

– Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2011 σε σύγκριση με τις 35 πλέον ανταγωνίστριες οικονομίες μειώθηκε κατά 3,7%, χωρίς να βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (πηγή, Σάββας Ρομπόλης, επιστημονικός διευθυντής Ινστ. Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Τα Νέα 10.01.2012).

– Το μισθολογικό κόστος από τα 36 δισ. ευρώ που ήταν συνολικά στη χώρα το 2009, έπεσε πέρυσι στα 26 δισ. ευρώ, δηλαδή η ανεργία, η υποαπασχόληση κι οι περικοπές, εξανέμισαν κοντά στο 1/3 τη συνολική αγοραστική δύναμη της μισθωτής εργασίας στη χώρα. Οι επιτελείς του Υπουργείου Εργασίας υπολογίζουν ότι μόνο την τρέχουσα χρονιά -και χωρίς τους ακρωτηριασμούς που επιβάλουν οι πιστωτές- οι μισθοί θα υποχωρήσουν μεσοσταθμικά ακόμα ένα 7,6%, σε σχέση με το 2011.

Σε συνθήκες αυξανόμενης ύφεσης επί τετραετία, σε μια οικονομία της οποίας το 74% του ΑΕΠ στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση, κάθε άμεση και έμμεση περικοπή των μισθών σημαίνει εκθεμελίωση της αγοράς, περαιτέρω συρρίκνωση των ασφαλιστικών εισφορών και διόγκωση των σχετικών ελλειμμάτων, νέες περικοπές των συντάξεων, επιτάχυνση της ύφεσης, περισσότερα λουκέτα σε επιχειρήσεις, αποχαλίνωση της ανεργίας και περαιτέρω ισοπέδωση της αγοράς.

Το ακατανόητο στη συζήτηση των όρων αυτής της αιματηρά βιωμένης στην έναρξή της και θεωρητικά τεκμηριωμένης προοπτικής, είναι η αμηχανία ή ακόμα η έκπληξη αρκετών συζητητών, μεταξύ όσων είναι φορτωμένοι με τις τύχες των πολλών (όπου οι «πολλοί» μπορεί να αναζητηθούν στους μισθωτούς μιας επιχείρησης, στους πολίτες γενικώς της χώρας, στους θεατές ενός δελτίου δηλητηριωδών ειδήσεων κλπ).


Επαναπροσδιορισμός εννοιών και διευθετήσεων
Μετά από δύο χρόνια αποστράγγισης της αγοράς, δεν δικαιολογείται ούτε η αμηχανία ούτε η έκπληξη. Οι «τροϊκανοί» δεν είναι βλάκες, ώστε να μην αντιλαμβάνονται αυτό που κατανοεί ο μέσος νους, ότι δηλαδή όσα αξιώνουν για τη «σωτηρία» της χώρας δεν συνιστούν πρόταση για την οικονομική της ανάταξη, ώστε να πάψει να είναι μηχανή παραγωγής δημόσιου χρέους, αλλά σχέδιο αποδιάρθρωσης της κοινωνίας της.

Γίνεται έτσι φανερό, πως η ελληνική κοινωνία κατέστη αντικείμενο ενός γεωγραφικά και πληθυσμιακά ελάσσονος ευρωπαϊκού, πλην ολοκληρωμένου πειράματος κοινωνικής μηχανικής, για τη δοκιμή πιθανώς ενός σοκ βίαιης αναδιάρθρωσης κοινωνιών του δυτικού κόσμου. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, αποτελεί μία από τις «προκλήσεις» του σύγχρονου κόσμου.

Γιατί στη μείζονα διαδικασία του μετασχηματισμού του, που εγκαινιάστηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και κλιμακώνεται απότομα με την κρίση, επαναπροσδιορίζονται, μεταξύ άλλων, και κλασικές μεταπολεμικές συστημικές διευθετήσεις, όπως αυτές μεταξύ του «δυτικού κόσμου», του «Δεύτερου» που κατέρρευσε και του «Τρίτου» που πολυμερίστηκε, των «ανεπτυγμένων» και των «αναπτυσσόμενων» χωρών, του «κέντρου» και της «περιφέρειας» κοκ, στο πλαίσιο ενός νέου πορισμού και μερισμού ισχύος, οικονομικής και πολιτικής.

Εξ αντικειμένου η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση επιταχύνει την τάση «ανακατασκευής» του κόσμου, με πεδίο εφαρμογής τώρα και δυτικές οικονομίες αρχικά μικρού ειδικού βάρους, όπως η δική μας. Κακά τα ψέματα, η παραγωγική αποδιάρθρωση και αποβιομηχάνιση στη Δύση είναι γενικευμένο φαινόμενο κι αυτοί που καλούνται να πληρώσουν τώρα τις συνέπειές του, περισσότερο από κάθε άλλον και με το οποιοδήποτε κόστος, είναι ακριβώς όσοι γεύτηκαν λιγότερο κι από θέση αδυναμίας τον υπερκαταναλωτισμό δεκαετιών του δυτικού κόσμου.

Πώς θα πληρώσουν; Συστήνοντας δια του εξαναγκασμού τους σε περικοπή των κεκτημένων τους τη φθηνή «νέα περιφέρεια» των ισχυρότερων δυτικών κρατών και οικονομιών, για τις δικές τους «δουλειές» και για το «γέμισμα» των δικών τους ελλειμμάτων, δηλαδή ως αιμοδότες «με τον στανιό».

Αυτά συνθέτουν, όπως φαίνεται, τη γενική τάση, που υπερτερεί του άναρχου, αντιφατικού και σπασμωδικού χαρακτήρα των αλληλοσυγκρουόμενων στρατηγικών και συμφερόντων στον πλανήτη. Αλλά αν κάτι διεκτραγωδεί τον εξευτελισμό του «τιμωρούμενου», που χωρίς προσχήματα οδηγείται στην απώλεια της κυριαρχίας του σε περίοδο ειρήνης, είναι η καταρράκωση εκείνης της παλιάς ευρωπαϊκής ιδέας περί λειτουργικής σύνδεσης της οικονομίας της αγοράς με τη δημοκρατία. Το ότι η Κίνα τα καταφέρνει μια χαρά στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας υπό αυταρχικές πολιτικές δομές, δεν το ξεχνά κανείς.

Κανείς εκτός, φυσικά, από τους «επαρχιώτες» του δυτικού κόσμου, που «δίνουν ρέστα» στη ρητορική πάντων των ιδεολογικών τους αποχρώσεων, για την ηθική διάσταση της δυτικής αυταξίωσής τους, στη βάση της λογικής «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα».


Αντιφάσεις, παραλογισμοί και ψεύδη
Από μια τέτοια άποψη, είναι μακροπρόθεσμα δευτερεύουσας σημασίας αν το τροϊκανό «σχέδιο» για την Ελλάδα απέκτησε πλέον εκ των πραγμάτων ad hoc χαρακτήρα (δηλαδή να προλάβουν οι γαλλο-γερμανικές τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα πριν χρεοκοπήσει επίσημα η χώρα) ή, αν την ίδια στιγμή που οι πιστωτές βάζουν την ελληνική κοινωνία στο νεοφιλελεύθερο χειρουργείο και πωλητήριο στη χώρα, υψηλά ιστάμενοι του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας συστήνουν (πρώτη φορά από συστάσεως των δύο οργανισμών) πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης στην ΕΕ κι αποφυγής της σκληρής λιτότητας…

Ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Η χώρα σε κατάσταση βαθιάς πολυετούς κι εντεινόμενης ύφεσης, είναι αδύνατο να παράγει πλεονάσματα για να εξισορροπήσει τα δημοσιονομικά της, ώστε… μετά εννέα έτη(!) να βρεθεί στο σημείο εκκίνησης της κατηφόρας της το 2009(!), αλλά με ΑΕΠ πιθανώς 30% χαμηλότερο. Θα καταρρεύσει, αφού πρώτα δώσει το τελευταίο ίχνος πλούτου στους πιστωτές της, μαζί με τα τελευταία υποτιμημένα δημόσια «προικιά» της, κι έχοντας, στο μεταξύ, κηρύξει οριστική παύση πληρωμών στο εσωτερικό της. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, με την οποία αναμετριέται σήμερα η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα.

Είναι, άλλωστε, ξεκαθαρισμένο από τη Συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου: ούτε cent από τον νέο δανειακό πακτωλό δεν θα χρηματοδοτήσει το πρωτογενές έλλειμμα του ελληνικού δημοσίου (συντάξεις, μισθούς, ασφαλιστικά ταμεία, υγεία, παιδεία, άμυνα κλπ), όπως συνέβαινε κατά το 15%-20% των δανείων που πήραμε με το «πρώτο Μνημόνιο». Όλα θα μπουν απευθείας στα ταμεία των πιστωτών!

Παρεμπιπτόντως η φάμπρικα που στήθηκε με το «ελληνικό ζήτημα» είναι ευρω-καταστροφική: Το υπερχρεωμένο ελληνικό Δημόσιο φορτώνεται με το ζόρι ένα υπέρογκο δάνειο από τον πλούτο των ευρωπαίων φορολογουμένων, για την εξυπηρέτηση των χρεών του προς τους ελλειμματικούς ευρωτραπεζίτες… εις γνώση του ιδίου, των πιστωτών και της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ πως αδυνατεί να εξοφλήσει και τους ευρωπαίους φορολογούμενους και τους τραπεζίτες!…

Το ίδιο συμβαίνει και με τα δάνεια προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα: δεν θα διατεθούν για να παίξουν οι ελληνικές τράπεζες τον ρόλο τους, δηλαδή να τονώσουν τη ρευστότητα της εγχώριας αγοράς ώστε να ανατάξει, αλλά για να ξεχρεώσουν την ΕΚΤ! Συμπέρασμα: Η υπόσχεση της σωτηρίας της χώρας, με την υπογραφή του PSI (άλλη χειροπέδη και τούτη) και της νέας δανειακής σύμβασης, είναι ένα «πουκάμισο αδειανό».

Όσο για το φληνάφημα περί επιστροφής στη (νέα) δραχμή, που ενδημεί απειλητικό ακόμα μια φορά στα χείλη θεσμικών και μη προσώπων, οι νηφάλιοι αναγνώστες του οικονομικού τύπου αντιλαμβάνονται ότι αυτό μπορεί να συμβεί υπό συνθήκες έκδοσης ενός… νέου μάρκου ή ενός βορειοευρωπαϊκού ευρώ. Μέχρι το πιθανό «ως τότε», η Ελλάδα θα πτωχεύει έσω και έξω σε τιμές ευρώ, γιατί αυτή είναι η μόνη οδός συνοχής της οικονομίας του ευρώ, για όσο αυτή αντέξει…


Κοινωνική γενοκτονία και μεγάλη «μπάζα»
Σε έναν τέτοιο φόντο η κοινωνική μηχανική του τροϊκανού σχεδίου προοιωνίζεται το ταχύτατο ξεκλήρισμα των ελληνικών μεσαίων στρωμάτων, κυρίως της αυτοαπασχολούμενης επιχειρηματικότητας, και τον ευτελισμό της μισθωτής εργασίας.

Αυτό ακριβώς το περιγράφει ο όρος «κοινωνική γενοκτονία», με την έννοια και των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων στις νεότερες γενιές -περιθωριοποιημένες, απαίδευτες, ανασφάλιστες και σε εκρηκτική αναμονή-, πράγμα που οι ηγήτορες προτιμούν να το αγνοούν στη δημόσια συζήτηση, λες κι η συγκυρία αφορά μόνο στις γενιές που ζορίζονται χάνοντας δικαιώματα κι όχι αυτές που δεν πρόλαβαν καν να αποκτήσουν.

Περί «κοινωνικού κράτους» δεν συζητούμε καν. Η αποδόμησή του είναι η πρώτη μέριμνα των ομιχλωδών στην τηλεοπτική συζήτηση «μεταρρυθμίσεων», στο όνομα (υποτίθεται) ενός «εξορθολογισμού» ήδη απτού στην απίσχνανση των στοιχειωδών δημόσιων παροχών, αυτών δηλαδή που επ’ ουδενί λόγω μπορεί ποτέ να υποκατασταθούν από ιδιωτικές επενδύσεις, χωρίς να καταστούν κοινωνικά άδικες.

Δεν συζητούμε, επίσης, τα περί κινήτρων διενέργειας ιδιωτικών επενδύσεων: ποιος τρελάθηκε να επενδύει σε μια υπό πτώχευση αγορά; Ίσα-ίσα, καθώς οι τιμές των υλικών εμπορευμάτων αντιστέκονται υπό συνθήκες άρδην απαξίωσης της τιμής του άυλου εμπορεύματος «εργασία», η μεν αγορά των πρώτων θα καταρρέει ένεκα ακινησίας η δε δεύτερη, σε κατάσταση περίσσιας «εφεδρειών», θα υπάγεται δέσμια στις βουλές των ολίγων κατεχόντων το μόνο εμπόρευμα που ανατιμάται, το χρήμα. Με αυτό θα γίνει η μεγάλη «μπάζα» των περιουσιακών ρακών, για ένα κομμάτι ψωμί κι αυτό βαριά τοκισμένο.

Ακόμα και οι αγορές που σήμερα υπερτιμώνται για λόγους φοροαφαίμαξης (ακίνητα και μέσω διόγκωσης των φόρων) αργά ή γρήγορα θα «χαλαρώσουν» για να διευκολυνθεί η μεταβίβαση των ιδιοκτησιών, καθώς οι τωρινοί ιδιοκτήτες είναι είτε ήδη εκτεθειμένοι σε λογής πιστώσεις είτε μεσοπρόθεσμα θα βρεθούν σε κατάσταση χαμηλότατης και ασταθούς κεφαλαιακής επάρκειας. Όλα, άλλωστε, επιλύονται με… θεσμικές ρυθμίσεις στην ώρα τους επ’ ονόματι της «ανάπτυξης».

Οι «ευκαιρίες», επομένως, υπάρχουν για τους εξ αλλοδαπής γίγαντες, που υπολογίζουν σε έναν επενδυτικό περίπατο «όταν έρθει η ώρα» (πείτε τον μπιρ παρά), και τους βιβρώσκοντες κοινωνικά πτώματα.

Εν τέλει θα ήταν, στο μεταξύ, βλακώδες να υπολογίζει κανείς ότι οι κακοαμειβόμενοι εργαζόμενοι της τέταρτης σε ακρίβεια ευρωπαϊκής χώρας, η αγοραστική δύναμη των οποίων ήδη τείνει στο επίπεδο του βούλγαρου μισθωτού, μπορεί ποτέ να γίνουν ενθουσιώδεις καταναλωτές και αφοσιωμένοι υπάλληλοι. Η προτεσταντική αυτοπειθαρχία υπό τον έλεγχο της πείνας «που κινητοποιεί», υπάρχει μόνο στην ιδεοληπτική έμπνευση των συμβούλων επικοινωνίας της κυρίας Μέρκελ.

Ουδείς εξαιρετέος
Το στοιχειώδες σήμερα είναι να αντιληφθεί ο ελληνας επιχειρηματίας -έμπορος, βιοτέχνης ή βιομήχανος- ότι η αγωνιώδης προσδοκία του να επανακτηθεί επιτέλους η βάση προβλεψιμότητας του οικονομικού περιβάλλοντος ως προϋπόθεση του σχεδιασμού του ουδόλως απασχολεί τους εμπνευστές του κοινωνικού πειράματος. Στο ίδιο μέτρο που η ρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν μπορεί να εννοηθεί χώρια από την ελληνική κοινωνία, δεν μπορούν να εξαιρεθούν από το πείραμα εξάρθρωσης των δομών της και τις συνέπειές του ούτε οι επιχειρηματικές λειτουργίες.