Το 2003 θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τη συγκράτηση του πληθωρισμού, εκτιμούν υψηλά ιστάμενα κυβερνητικά στελέχη μετά την πρόσφατη ανακοίνωση ανατιμήσεων σε αρκετά βασικά καταναλωτικά προϊόντα. Σε σχόλιό του ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ κ. Π. Παντελιάδης εκφράζει την πεποίθησή του ότι το 2003 οι ανατιμήσεις κατά μέσο όρο θα είναι χαμηλότερες από τον πληθωρισμό, καλώντας ΜΜΕ και Υπουργείο Ανάπτυξης να μην δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις σε σχέση με τις πραγματικές ανατιμήσεις.

Το 2003 θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τη συγκράτηση του πληθωρισμού, εκτιμούν υψηλά ιστάμενα κυβερνητικά στελέχη μετά την πρόσφατη ανακοίνωση ανατιμήσεων σε αρκετά βασικά καταναλωτικά προϊόντα. Σε σχόλιό του ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ κ. Π. Παντελιάδης εκφράζει την πεποίθησή του ότι το 2003 οι ανατιμήσεις κατά μέσο όρο θα είναι χαμηλότερες από τον πληθωρισμό, καλώντας ΜΜΕ και Υπουργείο Ανάπτυξης να μην δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις σε σχέση με τις πραγματικές ανατιμήσεις. Οι προμηθευτές υποστηρίζουν πως κατ’ ανάγκη προέβησαν σε αυτές, καθώς ήδη βαρύνονται με την απορρόφηση ενός μεγάλου μέρους του κόστους εισαγωγής του ευρώ και της συγκράτησης του πληθωρισμού.

Σκληρή θα είναι και το 2003 η μάχη που θα δώσει η κυβέρνηση για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο η αγορά και ειδικότερα ορισμένοι εκ των ισχυρότερων προμηθευτών του οργανωμένου λιανεμπορίου έδειξαν τις προθέσεις τους ανακοινώνοντας ανατιμήσεις για το νέο έτος, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις ήταν πολλαπλάσιες του πληθωρισμού. Οι αυξήσεις έφθασαν έως και το 37% (κακάο), ενώ ο κύριος όγκος τους κυμάνθηκε μεταξύ 3% και 11,5% (γαλακτοκομικά), γεγονός το οποίο προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Ο υφυπουργός κ. Χρ. Θεοδώρου σε συνάντηση που είχε πριν τα Χριστούγεννα με εκπροσώπους βιομηχανιών απέσπασε δεσμεύσεις για συγκράτηση των ετήσιων ανατιμήσεων σε επίπεδα τα οποία δεν θα υπερβαίνουν το δείκτη του πληθωρισμού. Η διαδικασία αυτή (κλείσιμο συμφωνίας «πιλότου» του Υπουργείου με την αγορά) πρόκειται να επαναληφθεί και στο μέλλον, εφόσον καταγραφούν υπερβολικές ανατιμήσεις στα τιμολόγια χονδρικής και άλλων βιομηχανιών. Ωστόσο κορυφαία κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν στο «σ.σ.» ότι το 2003 πρόκειται να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα βρίσκεται σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να αναστείλει κάθε ενδεχόμενο κύμα ανατιμήσεων σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης, αλλά και στον κλάδο των υπηρεσιών. Τα ίδια στελέχη προσθέτουν ότι τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει πολλές φορές η κυβέρνηση για τη συγκράτηση των τιμών οφείλονται στην αδυναμία της Επιτροπής Ανταγωνισμού να επιβάλει την τάξη στην αγορά, να εξασφαλίσει δηλαδή συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού σε βασικούς κλάδους της εγχώριας οικονομίας. Δεν είναι τυχαίες εξάλλου οι συντονισμένες ανατιμήσεις που αποφασίζουν σε αρκετές περιπτώσεις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, καταλύοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό σε βάρος των καταναλωτών και του πληθωρισμού.

Π.Παντελιάδης: «Οι αυξήσεις θα είναι χαμηλότερες του πληθωρισμού»

Κάνοντας μία εκτίμηση της ισχύουσας κατάστασης στο μέτωπο των τιμών αλλά και των δεδομένων που προβλέπεται να ισχύσουν εντός του 2003, ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ κ. Παντελής Παντελιάδης δήλωσε στο περιοδικό μας: «H εξέλιξη των τιμών στα σούπερ μάρκετ θα εξαρτηθεί από την τιμολογιακή πολιτική των προμηθευτών μας και από τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που πραγματοποιούνται στις αρχές του χρόνου μεταξύ λιανεμπορίου και προμηθευτών, οι οποίες πάντως κυριαρχούνται από κλίμα συναίνεσης και συνεργασίας. Αν δεν υπάρξουν έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα πιστεύω ότι, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι αυξήσεις θα είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερες από τον πληθωρισμό. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν περισσότερο (ή αποκλειστικά) τις περιπτώσεις των προϊόντων με τις μεγαλύτερες αυξήσεις. Για παράδειγμα, όταν στα μέσα Δεκεμβρίου ορισμένες προμηθευτικές επιχειρήσεις κοινοποίησαν νέους τιμοκαταλόγους στο Υπουργείο Ανάπτυξης, προβλήθηκε η ανατίμηση ενός προϊόντος (κακάο) του οποίου η αύξηση ήταν η μεγαλύτερη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνο που δεν ειπώθηκε ήταν το ότι η διεθνής τιμή του κακάο έχει φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας. Με την ελλιπή ενημέρωση δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις. Όταν για παράδειγμα μια εταιρεία που έχει μικρό μερίδιο στην αγορά του χαρτιού ανατιμά έναν κωδικό της, η εντύπωση που δίνεται είναι ότι σημειώθηκε γενικά ανατίμηση στα χαρτικά, δηλαδή από όλες τις επιχειρήσεις σε όλα τα προϊόντα του κλάδου. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει τον καταναλωτή, την κυβέρνηση και όλους μας για την πορεία του πληθωρισμού είναι η συνολική εικόνα της αγοράς. Πιστεύω ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης, που έχει ολοκληρωμένη άποψη για την πορεία των τιμών, αφού οι προμηθευτές υποχρεώνονται να το ενημερώνουν πριν προχωρήσουν σε ανατιμήσεις, καλό θα ήταν να ενημερώνει με τη σειρά του την κοινή γνώμη. Θα αποφύγουμε έτσι τη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων. Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να μένει τίποτα κρυφό. Αντίθετα η δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων από την πλευρά του Υπουργείου θα συνέβαλλε στη διαφάνεια, στην ενημέρωση του καταναλωτή και στην απόδοση στο ζήτημα των πραγματικών του διαστάσεων».

Στην ερώτηση για το πώς αντιμετωπίζει το λιανεμπόριο το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι ανατιμήσεις γίνονται ταυτόχρονα από όλες ή από τις περισσότερες εταιρείες ενός κλάδου, ο κ. Παντελιάδης απάντησε: «Το γεγονός αυτό προβάλλεται συχνά με τρόπο που υπονοεί ότι υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των επιχειρήσεων για τις αυξήσεις. Αυτό, όπως γνωρίζετε, απαγορεύεται από τον νόμο για την προστασία του ανταγωνισμού. Το ότι συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις παρανομούν. Αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα είναι ότι κανείς δεν θέλει να κάνει το πρώτο βήμα, να ανακοινώσει δηλαδή πρώτος ότι προχωρά σε ανατιμήσεις, για λόγους ανταγωνισμού. Όταν όμως μια εταιρεία, που συχνά είναι ο leader στη συγκεκριμένη αγορά και διαθέτει περισσότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, προχωρήσει σε αυξήσεις, οι υπόλοιποι ακολουθούν».

Τι υποστηρίζει η βιομηχανία

Από την πλευρά τους οι προμηθευτές υποστηρίζουν πως οι εταιρείες τους, έχοντας απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος του κόστους της εισαγωγής του ευρώ στις χρηματικές συναλλαγές, αλλά και της συγκράτησης του πληθωρισμού για τη διασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων ένταξής μας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Εξάλλου αρκετές από τις εταιρείες που παράγουν ή διανέμουν βασικά καταναλωτικά αγαθά προχώρησαν σε αυξήσεις των τιμών των προϊόντων τους που δεν ξεπερνούσαν τον επίσημο πληθωρισμό. Στέλεχος ενός από τους μεγαλύτερους ελληνικούς ομίλους του κλάδου των τροφίμων μάς δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το 2002 μεσοσταθμικά οι αυξήσεις στα προϊόντα μας ήταν της τάξης του 2,8%, είχαν ήδη δοθεί από το καλοκαίρι και δεν αφορούσαν τα προϊόντα που ήδη κυκλοφορούσαν στην αγορά, αλλά μία μεγάλη γκάμα προϊόντων που λανσάραμε φέτος. Για τις μεγάλες εταιρείες είναι εύκολο να κρατήσουν τις αυξήσεις των προϊόντων τους κάτω από τον πληθωρισμό: απλώς ανατιμούν τα προϊόντα που δεν συμμετέχουν στο «καλάθι της νοικοκυράς». Τη δυνατότητα αυτή την έχουν όλες οι μεγάλες βιομηχανίες που διαθέτουν διαφορετικές σειρές προϊόντων –και μιλώ για το «top 10» της βιομηχανίας».

Όπως μας εξήγησε, πολλές φορές το Υπουργείο Ανάπτυξης καταγράφει την αύξηση της τιμής πώλησης ενός προϊόντος, η οποία στην ουσία δεν είναι αύξηση αλλά διακοπή μιας προσφοράς. Επί παραδείγματι εάν μια εταιρεία που πουλούσε ένα με έκπτωση ενός ευρώ σταματήσει την προσφορά, το Υπουργείο θα καταγράψει αύξηση της λιανικής τιμής του. «Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι στην αρχή του χρόνου, οπότε γίνεται η εκτίμηση των οικονομικών δεδομένων και λαμβάνονται οι αποφάσεις για την ετήσια στρατηγική κάθε εταιρείας, σε δύσκολους καιρούς, δύο είναι οι τομείς που θίγονται πρώτοι: της διαφήμισης και των προσφορών…», επισήμανε ο συνομιλητής μας, καταλήγοντας: «Αναπόφευκτα η βιομηχανία πρέπει να απορροφήσει και τις αυξήσεις του πετρελαίου, των μισθών και των τιμολογίων των δημόσιων οργανισμών (ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ). Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το θέμα του πετρελαίου, σημειώστε πως σε μία μεγάλη βιομηχανία τροφίμων η συμμετοχή του κόστους του πετρελαίου στο συνολικό κόστος λειτουργίας της είναι περίπου 15%, αλλά και η αύξηση της τιμής του ήταν επίσης περίπου 15%. Αυτό σημαίνει αυτόματα μία επίπτωση στις τιμές ύψους 1,5%… Οι βιομηχανικές εταιρείες δεν κρατούν τις αυξήσεις σε επίπεδο κάτω του επίσημου πληθωρισμού από καλοσύνη, αλλά γιατί τους το επιβάλει ο ανταγωνισμός, καθώς σε συνθήκες υπερπληθώρας προϊόντων, όταν ένα προϊόν ανατιμάται σημαντικά, οι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα του ανταγωνισμού του».

Σχολιάζοντας σχετικά ο κ. Δημήτρης Φωτόπουλος, εμπορικός διευθυντής της ΔΕΛΤΑ ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ, δήλωσε ότι ιδιαιτέρως οι βιομηχανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως η γαλακτοβιομηχανία, δεν έχουν καμία διάθεση να προβαίνουν σε ανατιμήσεις, διότι κάτι τέτοιο μεσοπρόθεσμα ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη και νέων ανταγωνιστών στο παιχνίδι της αγοράς (π.χ. των private label, των εισαγωγέων κ.ά.) εις βάρος των μεριδίων των υφιστάμενων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως μας εξήγησε, μεσοσταθμικά οι ανατιμήσεις της ΔΕΛΤΑ ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ το Μάρτιο του 2002 δεν υπερέβησαν το επίπεδο του πληθωρισμού, πράγμα που ισχύει και με αυτές στις οποίες πρόκειται να προχωρήσει στις αρχές του νέου έτους, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Τέτοιες ανατιμήσεις σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν την αύξηση των τιμολογίων των πηγών ενέργειας, η οποία ως γνωστόν ήταν μεγαλύτερη του πληθωρισμού, ούτε τις νέες οικονομικές υποχρεώσεις της βιομηχανίας εντός του 2003, όπως προκύπτουν από τη συμμετοχή της στα προγράμματα της ανακύκλωσης. Πολύ περισσότερο δεν καλύπτουν τις ανάγκες χρηματοδότησης των επενδυτικών μας πλάνων, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν και τη δημιουργία μεγάλης γαλακτοκομικής μονάδας στη βόρεια Ελλάδα, η λειτουργία της οποίας θα προσφέρει 150 νέες θέσεις εργασίας».

Ανατιμήσεις ανά προϊόν

Κακάο έως 37,4%

Κρουασάν έως 17%

Γαριδάκια έως 17%

Τσιπς έως 17%

Παξιμάδια έως 17%

Σοκολάτα ρόφημα έως 12%

Γάλα σοκολατούχο έως 11,5%

Κατεψυγμένα λαχανικά έως 10%

Φρυγανιές έως 8%

Κρασιά έως 8%

Κίτρινα τυριά έως 7,5%

Φέτα έως 7%

Γάλα εβαπορέ έως 7%

Κασέρι έως 6%

Κρέμες έως 5%

Σαλάτες έως 5%

Γάλα παιδικό έως 5%

Αναψυκτικά έως 4,5%

Δημητριακά έως 4,5%

Γιαούρτια με δημητριακά έως 4,5%

Γιαούρτια παιδικά έως 4,5%

Γάλα παστεριωμένο έως 4%

Επιδόρπια έως 4%

Γαρίδες έως 4%

Τόνος έως 4%

Σαρδέλες έως 4%

Αλάτι έως 4%

Μπίρες έως 3,7%

Ξύδια έως 3%

Αλκοολούχα ποτά έως 3%

Επαγγελματικά σιρόπια έως 2%