Το 2002 δώδεκα χώρες της ΕΕ ολοκλήρωσαν μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της σύγχρονης ιστορίας της, το πέρασμα στο κοινό νόμισμα.
Στις αρχές του 2022 σε κοινό άρθρο τους οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης, με τίτλο «Μερικές σκέψεις για τα είκοσι χρόνια του ευρώ», το ευρώ αναγνωρίζεται ως το πιο απτό επίτευγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, ο εορτασμός του μάλλον γίνεται σε χαμηλούς τόνους…
Σύμφωνα με το άρθρο, οι πολλές δομικές αδυναμίες του ευρώ δεν επέτρεψαν να δώσει απαντήσεις στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στην κρίση χρέους που ακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά ωρίμασε και ανταποκρίθηκε καλύτερα στην κρίση της πανδημίας. Επιπλέον, οι οικονομικοί ταγοί της ευρωζώνης όρισαν το πεδίο ανάπτυξής του για τα επόμενα είκοσι χρόνια εντός των ορίων της προώθησης της ψηφιακής μορφής του, της ενίσχυσης της τραπεζικής ένωσης, της ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών και της χρηματοδότησης των ιδιωτικών επιχειρηματικών επενδύσεων, καθώς και της αναθεώρησης βασικών κανόνων βιωσιμότητας της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο J. Stiglitz, το ευρώ θεμελιώθηκε πάνω σε τρείς ελπίδες: της συσπείρωσης της Ευρώπης και της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της οικονομικής μεγέθυνσης και της ειρήνης στη Γηραιά Ήπειρο. Ειδικότερα, η ιδέα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος αμφισβήτησε το μονοπώλιο του αμερικανικού ως αποθεματικού κεφαλαίων και συναλλάγματος και, ταυτόχρονα, απελευθέρωσε το παγκόσμιο εμπόριο. Κατά τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 59% των νομισματικών αποθεμάτων παγκοσμίως ήταν σε δολάρια έναντι 20,5% σε ευρώ. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία του διεθνούς συστήματος διατραπεζικών συναλλαγών SWIFT, οι συναλλαγές σε δολάρια ανήλθαν στο 39,1% επί του συνόλου έναντι 38,1% που έγιναν σε ευρώ.
Η κριτική του Stiglitz
Σύμφωνα με την κλασική οικονομική επιστήμη, η στενότερη οικονομική ολοκλήρωση οδηγεί σε ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αφού οι μεγαλύτερες αγορές παράγουν οικονομίες κλίμακας (το μοναδιαίο κόστος παραγωγής μειώνεται όσο αυξάνεται η κλίμακα της παραγωγής), αξιοποιείται το συγκριτικό πλεονέκτημα κάθε χώρας και επιτυγχάνεται η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο J.Stiglitz, το επιχείρημα αυτό παρουσιάζει αρκετά μειονεκτήματα, καθώς και προ της νομισματικής ενοποίησης οι δασμοί ήταν αρκετά χαμηλοί, ενώ σύμφωνα με τον νόμο των φθινουσών αποδόσεων τα σχετικά οφέλη από τις επιπλέον μειώσεις είναι πολύ μικρά. Το σημαντικό γι’ αυτόν είναι πως ήδη υπήρχε ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, της εργασίας και των κεφαλαίων, ενώ το ευρώ δεν έχει να προσθέσει τίποτε σε αυτήν την ανάλυση. Επιπλέον, υποστηρίζει πως η ενίσχυση της οικονομικής ολοκλήρωσης με αυτή τη μορφή, αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια των διαφορετικών κρατών να επιτύχουν κοινωνική ευημερία, προωθώντας τις δικές τους αντιλήψεις σχετικά με τον ρόλο του κράτους. Τα στοιχεία από τις επιδόσεις της Ευρώπης τον δικαιώνουν, τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Οι επιδόσεις της ευρωζώνης σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα (ΑΕΠ, κατά κεφαλή ΑΕΠ, ανεργία, βιοτικό επίπεδο, παραγωγικότητα, ανισότητα) είναι πράγματι χειρότερα από των εκτός ευρωζώνης ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ.
Οι θιασώτες της νομισματικής ενοποίησης σημειώνουν πως μια θετική συνέπεια του ενιαίου νομίσματος είναι το μειωμένο κόστος των συναλλαγών από την άποψη της δυνατότητας, αφενός, των ανεμπόδιστων διασυνοριακών μετακινήσεων των ατόμων εντός ευρωζώνης και, αφετέρου, των μακροπρόθεσμων επενδύσεων μειωμένου κόστους, χωρίς συναλλαγματικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τον αντίλογο, τόσο το κόστος όσο και οι κίνδυνοι από τις αναπροσαρμογές στις ισοτιμίες είναι πια εύκολα αντιμετωπίσιμες από επιχειρήσεις και άτομα, μερικές φορές δε με τη συνδρομή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Έτσι, τα μέτρια οφέλη από την νομισματική ενοποίηση, που όντως καταγράφονται, είναι ασήμαντα μπροστά στο κόστος των κρίσεων, που ξεσπούν εξαιτίας της.
Επιδόσεις κάτω του μετρίου
Είναι φανερό πως το οικονομικό επιχείρημα υπέρ της νομισματικής ενοποίησης το υπονομεύει από κάθε άποψη η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ. Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, μια νομισματική περιοχή μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς (δηλαδή, χωρίς ατέλειες) όταν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που σχετίζονται με:
α) την πλήρη εντός του πλαισίου της κινητικότητα και ευελιξία στην αγορά εργασίας,
β) την αναγκαιότητα να αποτελεί το εμπόριο μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση τον μεγαλύτερο όγκο προς το ΑΕΠ,
γ) την εναρμόνιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών των χωρών-μελών και
δ) την ύπαρξη κοινού δημοσιονομικού συστήματος, που να διευθετεί με τέτοιο τρόπο τη συγκέντρωση των κεφαλαίων, ώστε να επέρχεται σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-εταίρων.
Ως προς την προϋπόθεση, λοιπόν, της κινητικότητας της εργασίας υπάρχουν προβλήματα στην ευρωζώνη, καθώς η μείωση των διασυνοριακών ελέγχων δεν ενθάρρυνε αρκούντως την αναζήτηση εργασίας από χώρα σε χώρα, ενόσω, σε ό,τι αφορά τις ευελιξίες στην αγορά εργασίας (σε μισθούς και όρους εργασίας), τεκμαίρεται η δεσμευτική συνάρτηση της κινητικότητας της εργασίας με το βαθμό και την ποιότητα οργάνωσης των εργαζομένων και τη σχέση τους με τους εργοδότες σε κάθε χωριστή χώρα-εταίρο. Σχετικά με το κριτήριο του όγκου του ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, οι επιδόσεις δεν είναι ικανοποιητικές, αφού κυμαίνεται στο 10%-20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ενώ ο κανόνας του «μια τιμή σε όλη την ένωση» δεν ισχύει, αφού οι τιμές των περισσοτέρων προϊόντων παρουσιάζουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα. Ως προς την προϋπόθεση της σύγκλισης των οικονομικών και κοινωνικών δομών, των αξιών και των απόψεων για τη λειτουργία της οικονομίας οι ανισομετρίες είναι τεράστιες, καθώς οι χώρες του βορρά στηρίζουν την παραγωγή τους στα μεγάλα αποθέματα κεφαλαίου και στην εξειδικευμένη εργασία, ενώ οι χώρες του νότου, στα προϊόντα εντάσεως εργασίας και σε πολλές περιπτώσεις ανειδίκευτης. Έτσι, οι συνεπαγόμενες ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών των χωρών, οδηγούν αντίστοιχα σε πλεονάσματα και σε ελλείμματα, ενισχύοντας την γενική τάση ανισορροπίας.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Οι ελλειμματικές χώρες ωθούνται στο δανεισμό, προκειμένου να ενισχύουν την εσωτερική τους ζήτηση, καθώς οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ καθιστούν αδύνατη την ευελιξία, μέσω της άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, η εναλλακτική μέθοδος της διαφοροποίησης της παραγωγής, που προϋποθέτει το δανεισμό των αδύνατων χωρών για παραγωγικούς σκοπούς, δεν ενδείκνυται, αφού υπονομεύει τα συμφέροντα των δανειστών. Μια ακόμη δυσκολία σχετίζεται με τη διαφορετικότητα των απόψεων των οικονομικών επιτελείων των χωρών-μελών για τους νόμους της οικονομίας.
Οι πιο συνηθισμένες διαφορές τους αναφέρονται στη λιτότητα, τον πληθωρισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις, το βαθμό και τη μορφή της κρατικής παρέμβασης. Στην χρηματοπιστωτική κρίση ο αδόκιμος «συμψηφισμός» αυτών των διαφορών υποχρέωσε την Ελλάδα να υποστεί υπό την απειλή της εκδίωξής της από την ευρωζώνη τα μνημόνια, με αβάσταχτες επιπτώσεις στην κοινωνία και την παραγωγική της ικανότητα, χωρίς δυνατότητα εφαρμογής οποιουδήποτε άλλου εναλλακτικού σχεδίου. Τέλος, αναφορικά με την προϋπόθεση της ύπαρξης ενιαίας δημοσιονομικής δομής, είναι προφανές ότι τα διαφορετικά φορολογικά συστήματα μεταξύ των κρατών-μελών δημιουργούν αναστάτωση στη συγκέντρωση των κεφαλαίων και αποτρέπουν την παραγωγική ενίσχυση των φτωχότερων χωρών.
Έτσι, αντί να οδηγείται η ευρωζώνη σε σύγκλιση των παραγωγικών δομών, όπως πίστευαν οι εμπνευστές του ενιαίου νομίσματος, ίσχυσε ο νόμος της σωρευτικής κυκλικής αιτιότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι καθυστερημένες περιοχές παραμένουν καθυστερημένες, ενώ οι ανεπτυγμένες περιοχές αναπτύσσονται περαιτέρω. Μάλιστα, ο επίσης διάσημος οικονομολόγος P. Krugman υποστηρίζει ότι όχι μόνο οι χώρες, αλλά και οι κλάδοι υψηλής ανταγωνιστικότητας θα ενισχύονται σε αντίθεση με χώρες και κλάδους χαμηλής ανταγωνιστικότητας, που θα αποδυναμώνονται πιθανώς αντιμετωπίζοντας συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης.
Για τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος ο τελικός σκοπός του είναι η εξασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος, με ευημερία και χωρίς αποκλεισμούς για τις επόμενες γενιές Ευρωπαίων. Ωστόσο, μετά από είκοσι χρόνια απογοητεύσεων, πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την αναδιαμόρφωση του νομισματικού εργαλείου, την αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών του, ώστε να αποτελέσει σύμβολο πραγματικής δέσμευσης για ένα βιώσιμο μέλλον. Το ερώτημα είναι, αν και κατά πόσο θα εισακουστούν. Αν όχι, πράγμα πολύ πιθανό, τότε το σύμβολο θα γίνει απειλή.